«Ποιος μπορεί να τα βάλει με το σεισμό, με τη φωτιά, με τα νιάτα;»

120
eleni

«Δεν είναι νερό δροσερό ο Θεός, όχι, δεν είναι νερό δροσερό, να το πιες, να δροσερέψεις. Είναι φωτιά, και πρέπει να περπατάς απάνω της. Κι όχι μονάχα να περπατάς, παρά, κι αυτό ‘ναι το πιο δύσκολο, παρά και να χορεύεις! Σίγουρα, ευτύς ως μπορέσεις να χορέψεις, η φωτιά γίνεται νερό δροσάτο, μα ώσπου να φτάσεις ως εκεί τι αγώνας, τι αγωνία, Θεέ μου!»

«Ο Χριστός δεν κάθεται από τα σύννεφα, σε θρόνο, όχι. Παλεύει απάνω στα χώματα, πονάει κι αυτός, αδικιέται κι αυτός και πεινάει και σταυρώνεται μαζί μας. Ακριβή πραμάτεια η λευτεριά».

«Θέλει, λέει, να ’ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!

Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες. Φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!»

«Ε, κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις. Το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ’ναι πια πολύ αργά».

«Πήρε τη μαγκούρα του, πετάχτηκε έξω. Γλυκιά η νύχτα, ήσυχη, όπως όλες οι νύχτες που έρχουνται ύστερα από τους πολέμους και τις σφαγές των ανθρώπων. Τ’ άστρα είχαν χαμηλώσει απόψε, έτσι φάνηκε του παπα-Γιάνναρου, κρέμουνταν σαν καντήλια στο μαύρον αέρα του Θεού. «Ας είναι καλά ο ύπνος», συλλογίστηκε ο παπα-Γιάνναρος, «μας φέρνει ό,τι ο ξύπνος μας αρνιέται.» Στην καρδιά του παπα-Γιάνναρου ξαφνικά γλυκό αγεράκι είχε φυσήξει, το μέλι του ονείρου στάλαζε ακόμα στο σπλάχνο του. Να ‘ταν, λέει, αλήθεια αυτό που νειρεύτηκε, να ‘ταν, λέει, τέτοια η Δευτέρα Παρουσία! Έλεος, έλεος, όχι δικαιοσύνη! Δεν αντέχει ο κακομοίρης ο άνθρωπος στη δικαιοσύνη· αδύναμος είναι, καλή πολύ και νόστιμη του φαίνεται η αμαρτία, κι οι εντολές του Θεού βαριές· καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους· ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος…

Μπήκε στο περιαύλι της εκκλησίας, σα να του φάνηκε πως από κει είχε ακουστεί το αγκομαχητό του ανθρώπου. Δρασκέλισε παλιούς τάφους, εδώ, στο περιαύλι, θάβουνταν, από παλιά συνήθεια, οι παπάδες του χωριού. Εδώ είχε σκάψει κι αυτός, με τα χέρια του τον τάφο, πελέκησε ταφόπετρα και χάραξε απάνω της με κεφαλαία γράμματα, βαμμένα με κόκκινη μπογιά, τούτα τα λόγια: ΘΑΝΑΤΕ, ΔΕ ΣΕ ΦΟΒΟΥΜΑΙ! Στάθηκε μια στιγμή πάνω από τον τάφο του ο παπα-Γιάνναρος, χαρούμενος. «Θάνατε, δε σε φοβούμαι!» μουρμούρισε, κι ένιωσε απότομα μέσα στο νου του πως είναι λεύτερος. Τί θα πει λεύτερος; Αυτός που δε φοβάται το θάνατο. Χάδεψε ο παπα-Γιάνναρος τα γένια του ευχαριστημένος. «Θεέ μου», συλλογίστηκε, «υπάρχει μεγαλύτερη χαρά στον κόσμο, να μη φοβάσαι το θάνατο; Όχι, δεν υπάρχει.» […]