Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com

Γιάννης Ρίτσος, «Μεσημέρι Αυγούστου»

Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι./ Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο/ κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,/ είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει/ κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα/ από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο./ Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα/ στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –/ μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.

Μίλτος Σαχτούρης, «Η εισβολή της μαύρης πεταλούδας του Πόρου

Κάθε χρόνο/ κατά το μήνα Αύγουστο/ εισβάλλει στο προαύλιο/ του Μοναστηριού του Πόρου/ η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού/ πετάει από πέτρα σε πέτρα/
τα παιδιά προσπαθούν/ να την πιάσουν/ αλλά δεν το κατορθώνουν/ είναι η Άγια-Πεταλούδα/ του Μοναστηριού του Πόρου/ πετάει από πέτρα σε πέτρα/ μόνο για λίγες μέρες/ και ύστερα χάνεται/ για να ξαναεμφανιστεί/ πάλι τον άλλο Αύγουστο
η Άγια μαύρη-Πεταλούδα/ του Μοναστηριού του Πόρου…

Γιώργος Χρονάς, «Πάντα είναι Αύγουστος»
Πάντα είναι Αύγουστος/ Πάντα είναι Αύγουστος/ Το χώρισμα ανάμεσα στα δωμάτια/ Ξύλο μαυρισμένο./ Πάντα η φωτογραφία στον κίτρινο τοίχο/
Δείχνει τη συνάντηση στο ποτάμι/ Την ώρα που ο ήλιος μετέωρος ανάμεσα/ Από δέντρα και άμμο ναρκισσεύεται/ Στο νερό./ Πάντα φτάνει το τραίνο στο σταθμό/
Οι πρώτες φωνές στους διαδρόμους, το πρώτο τσιγάρο, τα μεγάφωνα/
Οι απίστευτες ματιές της Κυριακής για ένα ταξίδι στη μυθολογία/
Το πλήθος, τα χέρια, τα μέλη, τα μάτια των υπνωτιστών./ Πάντα είναι Αύγουστος/
Η μητέρα σου στο διπλανό δωμάτιο ξερνάει και συ αγωνίζεσαι/ Για τη μετατόπιση ανάμεσα από λίμνες, έλη, νεκρούς/ Σε βιβλία χημείας και φυσικής που τα οφείλεις τον Σεπτέμβρη/ Σε σώματα απέραντα ανέπαφων/ Που διατηρούνται στη ζωή/
Με τη μυθολογία του Αυγούστου/ -Ο πατέρας σου υπέγραψε πριν από λίγο/
Δεν μπορείς να φύγεις/ Είναι Αύγουστος.

Λούλα Αναγνωστάκη, «Χάθηκα μες στη ζωή μου»

Αύγουστος, φώτα στην παραλία/ τα πλοία φεύγουν για τα νησιά./

Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία./ Με γέλασες και είναι αργά./

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας/ στην παραλία τη σκοτεινή./

Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,/χάθηκες μέσα στη βροχή…

Νάνος Βαλαωρίτης, «Ποια θάλασσα»

Πες μας που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του/ Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή/ Τώρα μας δείχνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του/

Ω πρόσωπο που σκέπασε σα μάρμαρο η σιγή/ Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις/ Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς/ Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει/ Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Μακρυά»

Δέρμα σαν καμωμένο από γιασεμί/ Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδιά/ Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια ήσαν, θαρρώ, μαβιά/ Α ναί, μαβιά∙ ένα σαπφείρινο μαβί.

Νίκου Καββαδία, «Federico Garcia Lorca»

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό/ και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι./
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,/ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι. Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά/ και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι./
Τραβέρσο ανάποδα — πορεία προς το Βοριά./ Τράβα μπροστά —ξοπίσω εμείς— και μη σε μέλει.