Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ

Ελεύθερη κατάδυση σε μαύρα, αχαρτογράφητα νερά στάθηκε ο/ έρωτας σου, χωρίς το αρχαίο σκάφανδρο ή έστω αναπνευστήρα./ Κινδύνεψα να βγω επάνω,/ φοβήθηκα πως θα χαθώ./ Κι όμως είναι/ φορές που νοσταλγώ εκείνο τον βυθό, τον βέβαιο αφανισμό μου.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική συλλογή του ποιητή και ραδιοφωνικού παραγωγού Γιώργου Ευσταθίου με τίτλο «Οι δεξιόχειρες της μοναξιάς», από τις εκδόσεις  Οδός Πανός.

Η ΑΔΗΦΑΓΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

Θυμάται την απέραντη, την αδηφάγο θάλασσα/ και το ελάχιστο νερό της που κάποτε ξεχάστηκε/ ασκούπιστο στην εσοχή, στο αφάλι του κορμιού/ κι έγινε με τον καιρό μια αλυκή από πικρό αλάτι./ Τον ήλιο ανελέητα πως πυρπολούσε το κορμί/ φροντίδα ξυπνώντας μητρική μη τύχει και καείς/ κάτι να βρει, ένα πανί για να το ρίξει πάνω σου,/ να σε σκεπάσει, από τα ξένα μάτια να σε κρύψει./ Όπως συνήθως έτσι και πάλι αφήνεται να πάει/ για την καινούργια του ακτή φρόντισε το κύμα/ όπου κι αν βγει κι όπου βρεθεί, το ίδιο θα ‘ναι/ εκτός από τον φόβο του τι άλλο έχει να χάσει;

Με μία ελεύθερη κατάδυση στην ποίηση του Γ. Ευσταθίου ερχόμαστε κατά πρόσωπο μ’ έναν Χειμώνα βαρύ. Ασήκωτο. Με μια αδηφάγο θάλασσα που πλέουν πάνω της αδιόρατες ελπίδες. Έξω βρέχει ασταμάτητα, όμως τα ίδια χείλη καπνίζουν σε λεπτό τσιγαρόχαρτο -ποτέ με λύπη.

ΤΑ ΙΔΙΑ ΧΕΙΛΗ

Κι όμως στα ίδια χείλη, εδώ και χρόνια επιστρέφω/ ας μεσολάβησαν τόσα Φθινόπωρα, σώματα άλλα/ ξένα φιλιά, τριγμοί, χειρονομίες παρόμοιες με τις/ δικές μου. Ας λιποθύμησαν τα μάτια μου, αυτά τα/ μάτια από χαλκό και γάλα, στους αργυραμοιβούς/ χαμηλωμένα ως το χάραμα σε κρεβάτια αλλότρια./ Τα ίδια χείλη αναζητώ, στα ίδια χέρια παραδίνομαι.

Η ποίηση του είναι εξομολογητική, ερωτική με την απουσία να κατέχει την πρωτοκαθεδρία.  Βασικά μοτίβα του έργου είναι η σιωπή, το σκοτάδι, το ερωτικό σώμα, οι επιθυμίες, ο Χειμώνας με τις βροχές της μοναξιάς, τα κλειστά δωμάτια και η άγρια χαρά  -ευτυχής όποιος την γεύτηκε.

ΠΟΤΕ ΜΕ ΛΥΠΗ

Κάθε πρωί τα λιγοστά μαζεύω γιασεμιά του ύπνου σου/ ανάμεσα στα χέρια εκεί, στα φιλημένα πέλματα επάνω./ Κάθε πρωί με άγρια χαρά κι ας χάθηκες. Ποτέ με λύπη.

ΣΕ ΛΕΠΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟΧΑΡΤΟ

Καπνίζω κάθε πρωί θορύβους και φλυαρίες βραδυνής παρέας/ ανακατεμένης με την μπαγιάτικη τσιγαρίλα του δωματίου μου./Καπνίζω τα τσιγάρα που δεν αγόρασα ακόμα κι αυτά που από/ μιαν αιτία ταπεινή έσβησα πριν ο καπνός καθίσει απαλά στους/ πνεύμονες, λίγο προτού κυλήσει αθόρυβα στις αρτηρίες μέσα./ Καπνίζω τα λόγια σου εδώ σε τριμμένο, λεπτό τσιγαρόχαρτο/ φτύνοντας κομματάκια καπνού που ξεφεύγουν απ’ το ποίημα.

Στο δεύτερο μέρος της ποιητικής, με τίτλο: «Εγώ, ο Χαρταετός μου», διαβάζουμε μικρούς εκλεκτούς στίχους. Διαμάντια φυτεμένα στον αγρό της ποίησης. Σαν μυστικά εικονίσματα χτισμένα στο βράχο. Όπως τα αγριολούλουδα της Άνοιξης.

Ο ΙΣΟΒΙΟΣ ΚΟΜΙΣΤΗΣ

Το πιθανότερο να μην σε ξαναδώ, ίσως/ οι δρόμοι μας ποτέ να μην συμπέσουν./ Κοιμήσου ήσυχος, για την αγάπη άλλος/ ξαγρυπνάει. Καιρός να μάθεις και αυτό,/ πως πενιχρός παράδεισος του βίου μου/ υπήρξες, σπουδή λαμπρή στον θάνατο. Ο ισόβιος κομιστής της λύπης μου εσύ.