Ο καμπανόκυπρος ήταν το μεγαλύτερο από όλα τα κυπροκούδουνα και είχε το πιο επιβλητικό άκουσμα. Το φορούσαν στα γκεσέμια, δηλαδή στα μεγαλόσωμα τσοκανισμένα τραγιά, που ήταν οι οδηγοί του ποιμνίου. Βέβαια οι κατσίκες, όντας ελεύθερες και απείθαρχες, έγραφαν στα δίχειλα υποδήματά τους το χαντούμικο γκεσέμι. Όμως ο  τσοπάνος με τη γιδάγκλιτσα εύκολα τις έπιανε, ο οποίος γινόταν πιο φοβικός, από το μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι που έφερε, για να μπορεί εύκολα να τον πιάνει ο κάθε ποταμός κομματαρχίσκος.

Κάτι ανάλογο με τα γκεσέμια συμβαίνει με τους πολιτικούς μας. Η πραγματική Εξουσία αφού τους τσοκανίσει κανονικά, τους κρεμά το γκεσεμόκυπρο και τους δίνει το χρίσμα για να γίνουν δήμαρχοι βουλευτές, πρωθυπουργοί κ.λπ.

Εκτός από τον τράγο-γκεσέμι υπήρχε και το κριάρι-γκεσέμι. Ήταν κι αυτό αρσενικός εκτομίας (μουνοχημένο), έφερε κουδούνα κι αν ήταν ζόρικο ο βλάχος του έβαζε το μεγαλύτερο κουδούνι της ελληνικής κουδουνοποιίας, που ήταν η μπουζούκα ή πίπα. Το κριαρογκεσέμι πήγαινε μπροστά και ακολουθούσαν πιστά τα πρόβατα, όπως ακριβώς ο βλάχος τον κομματάρχη του. Κι αν το γκεσέμι έπεφτε σε γκρεμό συνήθως ακολουθούσαν και τα πρόβατα. Χειρότερα δηλαδή κι από τους Έλληνες ψηφοφόρους.

 Ο ήχος της είναι χαραγμένος βαθιά και φωτεινά στην ψυχή του λαού. Κάθε Κυριακή τον ενημέρωνε για την πρόοδο της Θείας Λειτουργίας, μια σωστή οικογένεια το αργότερο στην τρίτη καμπάνα, έπρεπε να βρίσκεται στην Εκκλησία. Στις κηδείες είχε τον πρώτο λόγο. Στους κινδύνους συνέγειρε τους κατοίκους σε πανστρατιά. Αυτή μας καλούσε στο σχολείο όταν ερχόταν η ώρα. Ο νεωκόρος -κι ο παππάς- όσες καμπάνες και να είχε το καμπαναριό πάντα μία θα χτυπούσε. Δυο οι και περισσότερες καμπάνες χτύπαγαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στην Ανάσταση κ. ά.

Σήμερα αυτά εξέλειπαν. Η κάθε εκκλησία έχει ένα κάρο καμπάνες κι ο παππάς τις βάζει στο αυτόματο και βαράνε όλες μαζί και γίνεται σύστροχος. Αλίμονο στον πολίτη, που έχει σπίτι δίπλα σε εκκλησία. Οι πέντε ενορίες τις πόλης μας είναι κάργα εξοπλισμένες από καμπάνες. Προσωπικά βρίσκομαι στο επίκεντρο αυτών και πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι σε μοναστική πολιτεία.

Η καμπάνα σεμνά και ταπεινά, εγγράφει το λόγο και τη δόξα του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων και δεν παιανίζει την ματαιοδοξία και την εξουσία των παπάδων. Η καμπάνα είναι το στόμα του Θεού, που το λόγο Του είναι απίθανο να το καταλαβαίνει κανένας: “Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα, γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη. Κ’ ύστερα γυρίσανε όλοι στα σπίτια τους με την φανφάρα, που έπαιζε χαρούμενα κομμάτια” όπως μας διαβεβαιώνει ο Βάρναλης στο ομότιτλο ποίημά του.