Καστανιώτικες ιστορίες

 

Γράφει ο Γιάννης Δημ. Υφαντόπουλος, Φιλόλογος

«Ἔστησαν τά τριάκοντα ἀργύρια»

Συνέχεια…

Στο μεταξύ πολλά σεβάσμια πρόσωπα του χωριού μας εκείνο τον καιρό βγήκαν και αυτά από την εκκλησία και είτε μεμονωμένα είτε και σε μικρές ομάδες – ανάλογα βέβαια με τη συγγένεια ή τη φιλία που είχαν με τον ένα ή με τον άλλο ψάλτη – προσπαθούσαν να τους μεταπείσουν να γυρίσουν στη θέση τους μέσα στην εκκλησία. Ανάμεσα σ’ αυτούς, που έπαιζαν το ρόλο του διαιτητή και μεσολαβητή, ήταν και ο πατέρας μου που είχε φιλία και με τους δυο! Αυτοί το χαβά τους!       

-Άντε, πάμε μέσα στην εκκλησιά να συνεχίσουμε την ακολουθία με τους άλλους ψαλτάδες που έχουμε κι ας τα πουν όπως μπορούν και όσο ξέρουν, είπε ο παπα-Κώστας.

Έτσι και έγινε. Με πρώτο τον παπά και κατόπιν τους άλλους που είχαν βγει να μεταπείσουν τους δυο ψάλτες να επιστρέφουν στη θέση τους γύρισαν όλοι μέσα στην εκκλησία του Αϊ – Νικόλα. Καθώς δρασκέλιζαν την πόρτα της εκκλησιάς ο μπαρμπα – Βαγγέλης ο Βαστάκης, απευθυνόμενος προς τον πατέρα μου είπε δυνατά για να τον ακούσουν και οι δυο πεισμωμένοι ψάλτες. -Τι τα θέλεις, Μήτσο, τι τα γυρεύεις! Δεν μιλάει ο Αντρίτσος και ο Θανάσης. Μιλάει το άτιμο το ρακί γι’ αυτό κάνουν – γέροντες άνθρωποι – σαν τα μωρά παιδιά! Τα λόγια αυτά έπαιξαν προφανώς καθοριστικό ρόλο και σε δυο τρία λεπτά πρώτος ο μπαρμπα – Θανάσης και αμέσως μετά ο μπαρμπα – Αντρίτσος γύρισαν στις θέσεις τους,  συνειδητοποιώντας – προφανώς – ότι δεν είχαν άλλα περιθώρια να κάνουν πείσματα. Η αλήθεια ήταν ότι και οι δυο τους, προτού να ‘ρθουν στην εκκλησία, στα σπίτια τους, τράβηξαν, έτσι για το καλό, να πάνε κάτω τα φαρμάκια, και από δυο τρία τσίπουρα. Είχαν περιθώριο πριν να βγει ο Εσταυρωμένος να πιουν λίγο ρακί, γιατί από τότε και μετά μέχρι το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου απαγορευόταν αυστηρώς κάθε ρακοκατάνυξη ή κρασοκατάνυξη, σύμφωνα με τα έθιμα του χωριού μας. Ιδιαίτερα την επόμενη ημέρα, τη Μεγάλη Παρασκευή, μόνο ξύδι επιτρεπόταν να πίνουμε, μικροί και μεγάλοι, τραπέζι δε στρώναμε ποτέ και το μοναδικό φαγητό μας ήταν αλάδιαστα φασόλια, καμιά ελιά (σπάνιο είδος) και ξερό ψωμί. Έτσι και στην περίπτωση των δυο ψαλτών μας τα δυο – τρία τσίπουρα δεν ήταν μόνο κάτι το επιτρεπόμενο, αλλά επιβαλλόταν από τα πράγματα, αφού για δυο μερόνυχτα θα έμεναν χωρίς ρακί και χωρίς κρασί.  Η επιστροφή όμως των ψαλτών στη θέση τους επέβαλε και κάποιες αμοιβαίες εξηγήσεις και συμφωνίες με τον παπα – Κώστα τι θα πουν και με ποια σειρά θα το πουν. Αποφάσισαν, λοιπόν, το επίμαχο τροπάριο να το παραλείψουν, καθώς και πολλά άλλα για να εξοικονομήσουν χρόνο. Ο παπα – Κώστας θα διάβαζε τα Ευαγγέλια το ένα μετά το άλλο και θα αρκούνταν, μετά από κάθε Ευαγγέλιο, στο να λένε: «Δόξα τη μακροθυμία σου, Κύριε, δόξα σοι» ή θα επέλεγε ο μπαρμπα – Αντρίτσος και κάποια τροπάρια, υποδείχνοντας – στη συνέχεια – στον μπαρμπα – Θανάση ποιο τροπάριο θα έλεγε εκείνος.

Όλα, λοιπόν, συμφωνήθηκαν και ήταν σαν να μην έγινε τίποτα. Μόνο κάποια χαμόγελα, εντελώς διακριτικά, στο εκκλησίασμα φανέρωναν την απορία, την ανοχή αλλά και τη συγκατάβαση των συγχωριανών μας γι’ αυτά που είχαν συμβεί. Και ενώ όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν και σε λίγο θα έβγαινε ο Εσταυρωμένος τι ήταν να πει κάποιος δυνατά για να τον ακούσει ο νεωκόρος της εκκλησίας, ο μπαρμπα – Κώστας ο Γεωργόπουλος, ο Καραξτοκώστας, όπως συνήθιζαν να τον λένε στο χωριό. -Πουντιάσαμε, μέσα – έξω με την πόρτα ανοιχτή τόση ώρα. Δεν ανάβουμε τη σόμπα να ζεσταθούμε λίγο;    Αμέσως ο μπαρμπα – Κώστας κατευθύνθηκε προς τη σόμπα της εκκλησιάς του Αϊ – Νικόλα να την ανάψει. Ήθελε να καλοπιάσει όλους τους συγχωριανούς μας, γιατί την ημέρα της Ανάστασης θα του έβγαζε ο παπάς δίσκο, όπως συνηθιζόταν.

Ο μπαρμπα – Κώστας, παρά τα εβδομήντα του χρόνια, ήταν ακμαίος και δούλευε στα χωράφια του, από τον Τρόχαλο και το Προσκύνημα μέχρι την Παλιόστανη. Έχοντας υπηρετήσει στο Υγειονομικό ως νοσοκόμος, όταν ήταν στρατιώτης, ήξερε και έκανε καμιά ένεση, γι’ αυτό και τον έλεγαν σκωπτικά και πειραχτικά «κυρ γιατρό». Παράλληλα με τις γεωργικές του ασχολίες έκανε και το νεωκόρο και για ψυχική ωφέλεια αλλά και γιατί έπαιρνε και καμιά τριανταριά δραχμές το μήνα, εκτός βέβαια από κάποια τυχερά που είχε από τα μυστήρια και τις κηδείες. Όταν έφτασε ο μπαρμπα – Κώστας στη σόμπα, άνοιξε τη μικρή πόρτα, έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη του και πλησίασε να βάλει φωτιά στα ξύλα με ένα κερί. Νωρίς, μετά την ακολουθία που διαβάστηκε στην εκκλησία της Παναγίας το πρωί της μέρας εκείνης, ο μπαρμπα-Κώστας ήρθε στην  εκκλησία του Αϊ – Νικόλα να ετοιμάσει τα καντήλια και τη σόμπα για το βράδυ.      

Το πρωί όμως στην Παναγία, θέλοντας να βρει κάποιον να πάει τα πρόσφορα (τις λειτουργιές) στο σπίτι του παπα – Κώστα, γιατί συνηθιζόταν να φτιάχνει κάθε οικογένεια πρόσφορο για τους νεκρούς της, με δυνατή φωνή είπε: -Πού είναι, μωρέ, εκείνος ο Τσιαγαλίας; Τον θέλει ο παπάς να πάει στο σπίτι του τις λειτουργιές.

Οι Καστανιώτες στον Άγιο Δημήτριο στις 4/9/1955 όταν άρχισε η διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου Καστανιάς – Τόρνου – Προυσού. Πρώτος στη φωτογραφία με το κασκέτο και το φτυάρι στο χέρι ο μπαρμπα · Κώστας Γεωργόπουλος – Καραξτοκώστας, νεωκόρος και τότε των εκκλησιών του χωριού μας

Το παρατσούκλι αυτό το είχαν δώσει στον Παναγιώτη τον Μπαλτά, δεύτερο εξάδελφό μου, μετανάστη στη Μελβούρνη της Αυστραλίας πριν από πολλά χρόνια, γιατί, όταν ήταν μικρός – αφού ορφάνεψε από πατέρα στα χρόνια της Κατοχής – κάθε φορά που τον ρωτούσαν οι συγχωριανοί μας τίνος είναι, αυτός απαντούσε: -«Τσιαγαλίας», δηλαδή της Αγλαΐας, όπως έλεγαν τη μάνα του. Αυτό του έμεινε για πάντα, όσο ζούσε στο χωριό. Τον πείραζε όμως πολύ, όταν τον έλεγαν έτσι και είχε απόλυτο δίκιο.

Άκουσε, λοιπόν, και τον μπαρμπα – Κώστα, το νεωκόρο των εκκλησιών του χωριού μας, να τον προσφωνεί με το παρατσούκλι του και αποφάσισε να τον εκδικηθεί, σκαρώνοντας του μάλιστα φάρσα μεγάλη. Ακολούθησε λοιπόν τον μπαρμπα – Κώστα μέχρι τον Αϊ – Νικόλα και όταν εκείνος – έχοντας ετοιμάσει καντήλια και σόμπα – έφυγε για το σπίτι του, ο Παναγιώτης ο Μπαλτάς, ο επιλεγόμενος Τσιαγαλίας μπήκε κρυφά στην εκκλησία, έχοντας μαζί του πετρέλαιο και μπαρούτι μαύρο, το οποίο είχε αγοράσει από το μαγαζί του μπαρμπα – Αντρίτσου, για να φτιάξει – δήθεν – τρίγωνα και βαρελότα για το βράδυ της Ανάστασης.

Με ιδιαίτερη επιμέλεια και τέλεια απόκρυψη, πίσω από τις ξερές λατσούδες έβαλε το μπαρούτι και το πετρέλαιο μουσκεύοντας ένα βαμβάκι, για να κάψει το μουστάκι του μπαρμπα – Κώστα, όταν αυτός θα πλησίαζε πολύ να βάλει φωτιά στο βαϊνορέτσινο (=ρετσίνι βαρελιών) που χρησιμοποιούσαμε ως προσάναμμα.

Ένα «μπαφ» ακούστηκε και φλόγα μεγάλη βγήκε από τη σόμπα καίγοντας τον μπαρμπα-Κώστα στο πρόσωπο και τσουρουφλίζοντας εντελώς το μουστάκι του και τα ματοτσίνορά του. Ακράτητα γέλια ξέσπασαν στο εκκλησίασμα για το κωμικοτραγικό συμβάν. Πολλοί έτρεξαν να περιποιηθούν τον τραυματισμένο στο πρόσωπο συγγενή, γείτονα, φίλο και συγχωριανό! Άλλοι, κρατώντας την κοιλιά τους ή κλείνοντας τη μύτη τους, έβγαιναν ο ένας μετά τον άλλο από την εκκλησία του Αϊ – Νικόλα στο προαύλιο για λίγο, μόνο για να συνέλθουν, μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη.

Και ενώ συνέβαιναν αυτά, ο τότε Πρόεδρος του χωριού μας, ο Χαρίλαος ο Κουτρούμπας, μακαρίτης κι αυτός εδώ και δύο χρόνια, πήρε από το παγκάρι της εκκλησιάς ένα μικρό δίσκο και άρχισε να τον περιφέρει λέγοντας άλλοτε με σοβαρό ύφος και άλλοτε ξεσπώντας σε γέλια: -Ό,τι προαιρείσθε, χωριανοί, για τα μουστάκια, για τα καμένα μουστάκια του μπαρμπα-Κώστα! Νέα διακοπή στην Ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης εκείνης της χρονιάς. Όλο το χωριό ζούσε μια ιλαροτραγωδία. Πένθος και πόνος ψυχής από τη μια για το θείο δράμα και το σωτήριο πάθος, ακράτητα γέλια από την άλλη για τα δυο απρόσμενα συμβάντα στο χωριό μας.

 Όλοι πίστεψαν ότι ο μπαρμπα – Κώστας κάηκε από δική του απερισκεψία. Την άλλη όμως ημέρα, τη Μεγάλη Παρασκευή είχε μαθευτεί στο χωριό ότι το μουστάκι (κι ήταν το άτιμο παχύ και μεγάλο) του μπαρμπα -Κώστα, του νεωκόρου του χωριού μας, του επιλεγόμενου Καραξτοκώστα, το έκαψε ο Παναγιώτης ο Μπαλτάς, με άριστα σκηνοθετημένο τρόπο, για να τον εκδικηθεί, επειδή μπροστά σε τόσο κόσμο τον φώναξε «Τσιαγαλία», παρατσούκλι που τον ενοχλούσε αφάνταστα. Ο ίδιος ο δράστης αυτοαποκαλύφτηκε με το τετράστιχο που συνέθεσε για το κατόρθωμά του και φρόντισε να το μάθει όλο το χωριό:

«Μπάρμπα Κώστα, κυρ γιατρέ,

παν’ τα μστάκια σ’ καψαλέ!

Σ’ τα ‘καψε ο Μπαλτάς

να μάθεις να μιλάς».

Όσο για την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης, αυτή συνεχίστηκε και η εκκλησία απόλυσε κανονικά, παρά τις διακοπές και τις επιταχύνσεις για τα απρόσμενα. Ο Εσταυρωμένος τοποθετήθηκε και τη χρονιά εκείνη στο μέσο σχεδόν της ιστορικής εκκλησίας του Αϊ – Νικόλα, κάτω από τον πολυέλαιο, όπως συνηθιζόταν από τα χρόνια τα παλιά και ίσως, εκεί, κάτω από το φως των καντηλιών και των μελισσοκεριών, συντροφευμένος από ουράνια τάγματα αγγέλων και αρχαγγέλων, από τα πολυόμματα Χερουβίμ και τα Εξαπτέρυγα Σεραφείμ να είπε για άλλη μια φορά για τους άδολους και άκακους συγχωριανούς μου: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται».

*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ‘Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ’, 2002.

Αρχείο, ψηφιακή επεξεργασία και συμπλήρωση φωτογραφιών: Ζαχ. Ζηνέλης