Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Δυο είδη τριχιών χρησιμοποιούσε ο Ευρυτάνας νοικοκύρης. Τις καναβιές για τα ζώα, που τις προμηθευόταν από το εμπόριο με κύριο υλικό κατασκευής το κανάβι και τις μαλλινοτριχιές για τον ίδιο, που τις έφτιαχνε μόνος του, από τις… τρίχες των ζώων του.

Τα φορτιάρικα ζώα ήθελαν τις τριχιές του. Τα γαϊδουρομούλαρα τη καναβιά και οι γυναίκες την μαλλινοτριχιά. Την πρόσεχε την κυρά του ο Ευρυτάν δεν την άφηνε να ζαλιγκώνεται με καναβιά, όχι για να ξεχωρίζει από τη γαϊδούρα του, αλλά για να μην την κόβει στον ώμο το φόρτωμα. Ή γυναίκα ήταν ένα μικρό φορτιάρικο! Απέδιδε την μέγιστη ισχύ της, κουβαλώντας 20 έως 30 οκάδες φορτίο, με μεσαίες οδικές συνθήκες σε ανηφόρες, στενοκοπιές και τρόχαλα. Τρεις περίπου γυναίκες αντικαθιστούσαν ένα καλό μουλάρι! Ο φεμινιστής Λασκαράτος το τοποθετεί λίγο διαφορετικά λέγοντας: “Μια γυναίκα είναι χρησιμότερη από ένα μουλάρι, όμως δυο μουλάρια είναι χρησιμότερα από δαύτηνε”

Τις μαλλινοτριχιές τις έπλεκαν οι ίδιες οι γυναίκες, κοτσιδόμορφα κι έντεχνα, με πολύχρωμα νήματα από διαλεγμένα μαλλιά προβάτων, όμως παρά ταύτα δεν ήταν εργαλείο υψηλών καταπονήσεων γι΄ αυτό τις χρησιμοποιούσαν στο ζαλίγκωμα και για ελαφρές προσδέσεις.

Κάθε γυναίκα στις μετακινήσεις της ήταν ζαλιγκωμένη με ξύλα, χόρτα, κλαρίδια κανένα μισογεμάτο τσουβάλι και ως μικρομάνα με τη σαρμανίτσα, που μέσα θα κοιμόταν ή θα έκλεγε ο τελευταίος καρπός του… έρωτά της. Με τα ελεύθερα χέρια της θα έγνεθε, θα έπλεκε ή θα έσερνε κάποιο ζαβό φορτιάρικο. Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός ήταν μια ασταμάτητη μηχανή. Οι γυναίκες είναι προικισμένες να αντέχουν μέτριες καταπονήσεις σε “απεριόριστο” χρόνο!

Στο χωράφι με τη μαλλινοτριχιά έδεναν τα ζημιάρικα αργιλέτικα λιανώματα ή το παιδί στη ρίζα κανενός δέντρου. Αν ήταν μωρό το έβαζαν στη σαρμανίτσα την οποία κρέμαγαν με την μαλλινοτριχιά από κάποια γερά κλωνάρια δέντρων.

Για το παιδί η μαλλινοτριχιά μπορεί να ήταν τα δεσμά του στο ζαλίγκωμα ή στην παιδοφύλαξη μετ΄ αιχμαλωσίας, ήταν όμως και εργαλείο μιας ευχάριστης κούνιας και άλλων αυτοσχέδιων παιγνιδιών.

Η μαλλινοτριχιά δεν έλλειπε από κανένα σπίτι. Τυλιγμένη, ξετύλιχτη ή κάπου εν χρήσει μπορούσε να βρεθεί σ΄ οποιοδήποτε σημείο. Έτσι μια μέρα η Κωστάντω βγήκε σκούζοντας στην αυλόπορτα. Μαζεύτηκαν οι γειτόνισσες και μάθανε ότι ένα τεράστιο παρδαλό φίδι ήταν στο υπόγειο της. Συσκέφτηκαν και η πιο τολμηρή αποφάνθηκε: “Εγώ θα μπω μέσα στο υπόγειο, γιατί το φίδι αυτό είναι καλό, είναι σπιτόφιδο και προστάτης του σπιτιού”. Άνοιξε την πόρτα και είδε μια παρδαλή ξετύλιχτη μαλλινοτριχιά πεταμένη στο πάτωμα.

Τώρα πια οι γυναίκες δεν ζαλιγκώνονται και η μαλλινοτριχιά πήρε ήδη την πρώτη της σκόνη στο μουσείο. Η Κωστάντω πέθανε, τα σπιτόφιδα εξαφανίστηκαν, οι δεισιδαιμονίες όμως άλλαξαν μορφή και ακόμα δεν εξήλθεν “το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου” που θάλεγε κι ο Ευαγγελιστής Μάρκος.