Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απαντώντας σε σχετικό προδικαστικό ερώτημα του Ανώτερου Δικαστηρίου της Καταλονίας στην Ισπανία, το οποίο του ζητούσε να ερμηνεύσει την απαγόρευση απόλυσης εγκύων εργαζομένων, που προβλέπεται στην οδηγία 92/85 για την υγεία και την ασφάλεια των εγκύων εργαζομένων, στο πλαίσιο διαδικασίας ομαδικών απολύσεων, κατέληξε στην απόφαση ότι:

«Επιτρέπεται η απόλυση εγκύων εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, αλλά στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης οφείλει να γνωστοποιήσει στην έγκυο εργαζομένη τους λόγους που δικαιολογούν την απόλυση καθώς και τα αντικειμενικά κριτήρια που καθορίστηκαν για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν».

Συγκεκριμένα, η οδηγία 92/85 απαγορεύει την απόλυση των εργαζομένων γυναικών επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

Σημειώνουμε ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κινήθηκε σε αντίθετο πνεύμα από την σχετική πρόταση που εισηγήθηκε η γενική εισαγγελέας του, όταν συζητήθηκε η υπόθεση. Συγκεκριμένα, τον περασμένο Σεπτέμβριο (19/9/2017), η γενική εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κ. Eleanor Sharpston εισηγήθηκε ότι «Οι ομαδικές απολύσεις δεν αποτελούν πάντοτε «εξαιρετική περίπτωση» κατά την οποία επιτρέπεται η απόλυση εγκύου εργαζομένης». Σύμφωνα με την εισήγηση της γενικής εισαγγελέως όταν γίνονται ομαδικές απολύσεις, η απόλυση εγκύων εργαζομένων επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την εγκυμοσύνη και εφόσον δεν υπάρχει καμία εύλογη δυνατότητα τοποθέτησής τους σε άλλη κατάλληλη θέση. Η γενική εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είχε αναφέρει στην πολυσέλιδη εισήγησή της, ότι η οδηγία για τη μητρότητα προστατεύει τις γυναίκες εργαζόμενες «από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας», ακόμη και αν δεν έχουν πληροφορήσει τον εργοδότη τους για την κατάστασή τους.

Η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αν και δεν είναι ακραία, σίγουρα κάνει ένα βήμα πίσω στο θέμα των δικαιωμάτων και της προστασίας της εγκύου και της μητέρας. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν από χρόνια ψηφίσει νόμους που προστατεύουν τη μητρότητα, δίνοντας τη δυνατότητα στις γυναίκες που γίνονται μητέρες να έχουν κάποια προνόμια που θα τις βοηθήσουν στην πιο ευαίσθητη περίοδο της ζωής τους που είναι η εγκυμοσύνη, η λοχεία και ο πρώτος χρόνος ζωής του παιδιού τους.

Αντίθετα στην Ελλάδα, αυτό που βιώνουν οι νέες ή οι μελλοντικές μητέρες είναι η αδιαφορία του κράτους αλλά και των εργοδοτών που σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζει και τα όρια της απαξίωσης. Για πολλούς στην αγορά εργασίας, είναι βάρος μια γυναίκα σε παραγωγική ηλικία γιατί στατιστικά θα μείνει έγκυος κάποια στιγμή και ο εργοδότης θα είναι αναγκασμένος να πληρώνει το μισθό της και τα επιδόματά της, χωρίς αυτή να δουλεύει για ένα διάστημα.

Στην Ελλάδα της υπογεννητικότητας και της κρίσης, οι ‘προνομιούχες’ γυναίκες που εργάζονται, όταν μένουν έγκυες υπό την απειλή της απόλυσης, δουλεύουν μέχρι την τελευταία στιγμή πριν γεννήσουν και σχεδόν αμέσως μετά. Μια μικρή ανάσα δίνει ο ΟΑΕΔ με την εξάμηνη άδεια μητρότητας, η οποία συχνά καταστρατηγείται με εκβιαστικό τρόπο, ενώ σε προνομιακή θέση είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι που δικαιούνται άδεια εγκυμοσύνης και άδεια ανατροφής παιδιού ένα χρόνο, κάτι που ενισχύει τη μητρότητα, αλλά μεγαλώνει και το χάσμα ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα!

Σε τέτοια θέματα οι νομοθέτες θα έπρεπε να είναι γυναίκες, γιατί μόνο μια γυναίκα που έχει γίνει μάνα, μπορεί να καταλάβει πόσο δύσκολη και επικίνδυνη είναι η περίοδος της εγκυμοσύνης αλλά και της λοχείας για μια γυναίκα και πόσο κρίσιμη για τα παιδιά.

Ελένη-Ευαγγελία Αρωνιάδα

Εκδότρια