Η θάλασσα κρυφομιλά και πλέχει
Καμιά φορά σηκώνεται κι’ ουρλιάζει
Μα πάντοτε τα ύδατα της παραμένουν
Θάλασσα της θαλάσσης
Α. Ε.

   Μετά την ποιητική συλλογή «Υψικάμινος» του ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ ακολούθησε η «ΕΝΔΟΧΩΡΑ» από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ. Η συλλογή συγκεντρώνει ποιήματα που γράφτηκαν από το 1934 ως το 1937 και τυπώθηκε το 1945 σε 470 αριθμημένα αντίτυπα από τις εκδόσεις του περ. Τετράδιο, στο τυπογραφείο Ταρουσόπουλου. Ο ποιητής συνεχίζει στο ίδιο υπερρεαλιστικός ύφος.
   Η «ΕΝΔΟΧΩΡΑ» χωρίζεται -σχεδόν χρονολογικά- σε έξι ενότητες: ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (1934), Η ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΣ ΤΩΝ ΜΑΣΤΩΝ (1934), ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΘΟΥ (1935),ΟΙ ΣΠΟΝΔΥΛΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (1935), ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ (1935-1936), Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΤΛΑΜΙΡΑΣ (1936-1937).
Το ποίημα «Την ώρα του δείκτου», με δύο σχέδια του Γιώργου Γουναρόπουλου, είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1935 στο καλλιτεχνικό περιοδικό 20ός αιώνας του γλύπτη Ν. Τόμπρου.
   «ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΔΕΙΚΤΟΥ»
Βρέφη κρατούν ιππόδρομο στα χέρια/ Μικρές σταγόνες πέφτουνε στον ήλιο/ Από το μέλι βγήκε ο προφήτης/ Που μας συμβούλεψε να μείνουμε στο ρίγος/Της ικεσίας των αχνών εκφορτωμάτων./ Πότε θα φύγω το καλλίτερο φανάρι/ Μια προσβολή να φέρη στον σαράφη/ Μια δέησι στα κύταρρα του χρόνου.
   Ποιήματα της Ενδοχώρας είχαν επίσης δημοσιευτεί το 1940 και το 1944 στο περιοδικό Νέα Γράμματα.
   «ΡΑΜΦΟΣ Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΡΕΛΙΣΜΟΥ»
Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει/ Μέσα στη δόξα της καθώς καθρέφτης του καιρού της/ Οι μιναρέδες της λογχίζουνε και δρέπουν/ Τα σύννεφα της ηδονής./ Η πόλις σκόρπισε τα δώρα της στο νάμα/ Μιας εποχής που δεν μαραίνεται στον χρόνο/ Μιας εποχής τρανής γαλανομάτας/ Με ελιές της Καλαμάτας στα μαλλιά της.
 Η συλλογή αυτή έμμετρων ποιημάτων και σύντομων ποιητικών πεζών που κάποτε είναι μόνο λιγοστές φράσεις (όπως στον Πλόκαμο της Αλταμίρας) περιέχει τα πιο γνωστά ίσως ποιήματα του Εμπειρίκου.
   «Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΤΛΑΜΙΡΑΣ»
(1936-1937)
1. Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπάθειας, στάζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις απλώνει την παλίρροια.
17. Αποσκιρτώ μεσ’ στα φυλλώματα. Από μακρυά διακρίνω την ελαφρά κοιλάδα. Η μέρα αυτή είναι σαν πλημμυρίς φωτός. Στις φλέβες και στα φύλλα της ρέει το αίμα που την ζωντανεύει και απομακρύνει τις τυχάρπαστες σφεδόνες. Ο θόλος της είναι τόσο διαυγής που σπάζει η στάμνα της γειτονικής επαύλεως και σκάζουν προώρως τα ρόδια της δεντροστοιχίας. Κάθε σπειρί τους είναι μια στιγμή που πέφτει σε πηγάδι ηδυπαθείας.
   «ΔΙΚΛΕΙΣ» […]Ως που να φθάσουν τα κλαριά των ενύπνιων/ Και λυτρωθούμε από τους κόπους της ημέρας/ Στην πρασιά της ανευρέσεως/ Σιτοβολώνος που διαλέξανε δύο κορασίδες/ Για νάρθουν να με συναντήσουν.