Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

Συνέχεια…

[…]Εκ της οπτασίας ταύτης τον εξήγειραν αποτόμως άγριαι φωναί, ακουσθείσαι εν μέσω βόμβου ψιθυρισμών, και διακοπέντος αίφνης του άσματος και του χορού, εν τη αιθούση του κυρ Ζαχαρία. Ήκουσεν ευκρινώς δύο λέξεις, αίτινες με αγανάκτησιν και με πάθος βροντοφωνηθείσαι, επεκράτησαν όλου του θορύβου, και εγέννησαν μακράν σιωπήν• τας λέξεις: «ανάγωγε» και «αφιλότιμε».
Έτεινε το ούς. Αλλά δεν ήκουε πλέον τίποτε. Μετά τινά δευτερόλεπτα μόνον ήκουσεν εσπευσμένα βήματα δύο ή τριών ανθρώπων, κατερχομένων την κλίμακα την μεσημβρινήν, της μικράς εισόδου. Ανεπήδησε διά μιάς και έτρεξεν εις το παράθυρον. Αλλ’ οι κατελθόντες την κλίμακα είχαν κάμψει την γωνίαν του νοτίου τοίχου και μετ’ ολίγας στιγμάς ήκουσε μόνον τον κρότον της ανοιχθείσης και κλεισθείσης αυλείας θύρας, δι’ ης εξήλθον οι φεύγοντες.
Εντός της αιθούσης ήκουε μόνον ομιλίας, εξ ων ουδεμίαν λέξιν διέκρινεν. Επανήλθεν εις την κλίνην του και εξηπλώθη. Τι να συνέβαινε άρα γε; Δεν ήτο και πολύ περίεργος, και δεν τον έμελεν. Εν τούτοις έκαμε ποικίλας εικασίας περί της αιτίας του γενομένου θορύβου, και με τας εικασίας απεκοιμήθη, διότι αρκετά είχε βαυκαλισθεί ήδη από τα άσματα και τους χορούς. Ούτε η μήτηρ του δεν τον είχε ναναρίσει ποτέ τόσον ηδυπαθώς, ότε ήτο παιδίον, όσο τον ενανάρισαν την εσπέραν εκείνην αι κραυγαί και αι διαχύσεις της γειτονιάς.
Μόνον μετά πολλάς ημέρας συνέβη να μάθη από την Σταματούλαν, την πλύστραν του, ήτις τα ήξευρε όλα, ότι «εκείνος ο αξιωματικός, ο ξανθομούστακος, είχε θυμώσει, στο χορό απάνου, με έναν που φορούσε προσωπίδα… που είχε πειράξει μιά κόρη… ξαδέρφη των κοριτσιών, καλέ!… ανηψιά της κυρα-Ζαχαρούς… που είχε ‘ρθει στον μπάλο μαζί με τ’ αδέρφι της… και μ’ έναν άλλον κύριον, που λέν πως θα την πάρει… Παντρεύουνται ο κόσμος, να σου πω, δεν είναι σαν εμάς… Πώς θα γεννοβολήσουν, να πληθύν’ η πλάση;»
Σημειωτέον ότι, όσον αφορά την Σταματούλαν, ήτο μυστήριον διατί είχε χωρίσει τον άνδρα της. Αλλ’ αυτή ηγάπα πάντοτε να ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν είχεν υπανδρευθεί. Ήτο τριανταπέντε ετών, υψηλή, ισχνή, οστεώδης. Αλλά δεν ωμολόγει ποτέ ότι ήτο παραπάνω από εικοσιπέντε ετών. Η Σταματούλα εξηκολούθησε:
«Κι ένας άλλος, που δεν θέλησε να βγάλει την προσωπίδα του, την είχε πειράξει, φαίνεται στο χορό απάνου… και τότες ο αξιωματικός, ο ξανθομούστακος, εξεσπάθωσε, και ήθελε να τον κόψει, και τον είπε αφιλότιμο… κι εκείνος που δεν ήθελε να βγάλει την προσωπίδα, τα πήρε πλυμένα κι άπλυτα… και το ‘στριψε μαζί με άλλους δύο φίλους του, που είχαν έρθει μαζί… μα η διαγωγή του αξιωματικού του ξανθομούστακου έκαμε μία εντύπωση… κι’ έδωκε εις όλους νάμι… κι οι δυο κόρες της σπιτονοικοκυράς τον αγαπήσανε… κι εκείνος δεν ξέρει ποια να πάρει ποια ν’ αφήσει… Μα να σου πω, ως τη Λαμπρή θαρρώ πως θα έχουμε γάμους της Κούλας με τον αξιωματικό τον ξανθομούστακο… Παντρεύουνται ο κόσμος, να σου πω!…»
Την αυτήν εσπέραν, καθ’ ην η Σταματούλα διηγείτο ταύτα εις τον Σπύρον, ο νέος ωνειρεύθη ότι του έπεσεν είς των οδόντων του, εκείνος όστις προ πολλού του επόνει. Και έως το Πάσχα, ότε ετελούντο οι γάμοι της Κούλας μετά του νεαρού αξιωματικού, έπαυσαν οριστικώς να του πονούν οι οδόντες».

1892