Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

      ‘Σκεπάζοντας, τη γη με το χιόνι της λησμονιάς…’
                                        Τ. S. Eliot

                                               ΑΠΡΙΛΙΟΣ, Maurice Denis

«Οι λυπημένες φράσεις», Κική Δημουλά

[…]Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα/ και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν συμβαίνουν,/ περνάει η ώρα./ Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα/ ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,/ σιγά σιγά η Κυριακή μεσουρανεί/ σαν τρομαγμένη απορία./ Στις γειτονιές/ περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,/ ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,/ δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά./ Πιο πέρα κάποιο ντέφι, έν’ αρκουδάκι/ δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια/ στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…/ Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε./ Με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς./ Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,/ πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες/ στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές./ Να είχαμε μιαν άνοιξη./ Μη γελάς./ Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς./ Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια/ πως είναι Απρίλης./
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων./ Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί/ κάθε που αλλάζει ο καιρός,/ κάθε που δεν αλλάζει./ Μη γελάς./ Έαρ δεν γίνεται/ με ρίμες/ ήλιοι-Απρίλιοι,/ ήλιοι-Απρίλιοι,/ ομοιοκατάληκτες στιγμές,/ χρόνος χρωμάτων,/ στρέμματα φωτός,/ χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν./ Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα/ ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,/ κι όλα τ’ άλλα τρόποι/ για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια./ Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος/ των τραγουδιών η αγωνία/ ποια γυναί- ποια γυναί-/ Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,/ στους δρόμους τους εμπορικούς,/ τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.

«Επικίνδυνη ηλικία», Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Πάντοτε δυσπιστούσα για την άνοιξη. Αυτή η ακαθόριστη αίσθηση/στις ανθισμένες βραγιές κι’ ένα ρίγος λεπτό/ κι’ οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα διυλίζει το φως/ κι’ οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι’ αν γινόταν αργότερα/ μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρον ήλιο/ πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη/ πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα νεωτερισμών/ ψευτίζοντας τη ζωή μας./ Αυτή η θηλυκιά εποχή/ στιφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις/ την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη μοναξιά/ κι’ ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε να πούμε/ ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται/ κι’ ύστερα σβήνουν στο διάδρομο· ανάβουνε το φως της σκάλας/ μα δεν ακούγεται κανείς.

«Ο Γιάννης μέσα στο έαρ»,Νίκος Καρούζος

[…]Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα / κάποιο δέντρο είμαι / κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου / τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είν’ η θάλασσα/ και το ποτάμι πάει… / Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου/τη νύχτα / ο άγγελος της μοναξιάς / με τολμηρά ενδύματα. / Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα / εποχή εχθρική / ώς το μυρωμένο βράδυ / ώς μέσα στα μεσάνυχτα.

«Άνοιξη», Μαρία Λαϊνά

 Και πώς τα μωβ ανυπόθετα σκαρφαλώνουν /στο παράθυρο/ και τα νύχια τους φυτρώνουν κιόλα/ στα μάτια σου./ Γοερά εξαντλούνται οι πράξεις/ σαν χαλασμένες· ενώ στρογγυλεμένο φως / διεγείρει τα δέντρα./ Όλο αυτό σε μαύρο και λίγη ψύχρα. /Δίνεις την εικόνα στο καλύτερο τίποτα / και ξαπλώνεις. Σκόρπιος. Φεύγοντας από παντού.