της Μανίνας Ζουμπουλάκη, εκδόσεις Παπαδόπουλος

«Η θάλασσα είναι καλή, Ζανί, λέει στο τέλος,

οι άνθρωποι είναι κακοί μερικές φορές».

Μ.Ζ.

   «Η Θεσσαλονίκη θα βουλιάξει όπου να ‘ναι σκέφτεται η Σμαρώ μπαίνοντας στο λοιμοκαθαρτήριο στην Αρετσού. Είναι Ιανουάριος, κάνει παγωνιά, τα παραπήγματα και τα τολ του λοιμοκαθαρτηρίου μπάζουν από παντού, ξεχειλίζουν από αρρώστους -κι έρχονται άνθρωποι ακόμα από τη Σμύρνη, από τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Πόλη..».
   Το μυθιστόρημα «ΑΟΡΑΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ» της συγγραφέως Μανίνας Ζουμπουλάκη -εκδ. Παπαδόπουλος- κυκλοφόρησε περίπου στα τέλη του 2015. Το εξώφυλλο της έκδοσης, σε σχεδιασμό του Θάνου Κακολύρη, κοσμεί η φωτογραφία της Μαρίκας Γεωργοπούλου, το γένος Κωνσταντινίδη, γιαγιάς της συγγραφέως.
   «Οι καφενέδες και οι μπιραρίες της Θεσσαλονίκης είναι για τους άντρες – μερικές φορές πηγαίνει και η Σμαρώ, αλλά ντυμένη άντρας, ως Μάριος. Πηγαίνει στην μπιραρία ”Σπόνεκ”, ή, ακόμα καλύτερα, στην ”Τουρκία” και βλέπει ξανά και ξανά τις μικρές κινηματογραφικές ταινίες από τους δρόμους του Παρισιού».
   Το θέμα παραμένει επίκαιρο μέχρι και σήμερα. Ο ξενιτεμός. Η προσφυγιά. Η ιστορία από το μακρινό ’22 μέχρι και σήμερα ξεδιπλώνεται επάνω σε τρία γυναικεία -αόρατα- πρόσωπα. Ντυμένες με ανδρικά ρούχα, παλεύουν να μην ξεχωρίσουν από το πλήθος. Επιβιώνουν στην Τουρκία, στην Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα. Πολεμούν. Ματώνουν. Αλλά κατορθώνουν να σηκώσουν ανάστημα και να γίνουν βοήθεια, για παιδιά, για Εβραίους που ζουν στην Θεσσαλονίκη, για γυναίκες από την Βουλγαρία.
   «Πόσο σημαντική ήταν η παράσταση; Θέλει να τη ρωτήσει τώρα. Κράτησε χρόνια; Άξιζε τον κόπο; Ο ρόλος ήταν σαιξπηρικός, αρχαίας τραγωδίας, μοναδικός, ήταν μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να χαθεί με τίποτα; Και πόσο μακριά η Θεσσαλονίκη από την Κωνσταντινούπολη με ένα καλό κάρο, με ένα αμάξι, άνοιξη ή καλοκαίρι; Πέρασαν ένα σωρό ανοίξεις και καλοκαίρια από την ημέρα που έφυγες αλλά δεν γύρισες πίσω. Γι’ αυτό δεν αισθάνομαι τίποτα τώρα. Ή ό,τι αισθάνομαι είναι μακριά, μακριά από μένα και δεν μπορώ να το φτάσω…»
   Η Σμαρώ, η Ελπίδα -που δεν ”παίρνει” υποκοριστικό-, η Ζωή. Τρείς γενιές γυναικών. Κουρνιάζουν μέσα στο πλήθος και γίνονται μητέρες και γιαγιάδες άλλων κοριτσιών.
  «Η Ζωή βλέπει την άγκυρα να κρέμεται στάζοντας κάτω από το ”Θαύμα”, σκέφτεται ότι τώρα πιστεύει στα θαύματα, ή μάλλον πιστεύει χωρίς να το σκέφτεται: για κάμποσα χρόνια δεν πίστευε αλλά ορίστε που άλλαξε, τις τελευταίες μέρες κάτι άλλαξε – δε θέλει να σκεφτεί ”μέσα της” γιατί η αλλαγή είναι και ”έξω της” – κάτι σημαντικό άλλαξε και ορίστε που πιστεύει στα θαύματα».