Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ | ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ
«ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΑ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΑΡΤΙΑ»

Το βιβλίο «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΑ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΑΡΤΙΑ» -εκδόσεις ΆΓΡΑ– με τα επιστολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και την Μέλπω Αξιώτη, κατατίθενται συγκεντρωμένα για πρώτη φορά και καλύπτουν τα χρόνια 1960- 1966, με επιμέλεια, εισαγωγή και σημειώσεις της Μαίρη Μικέ.

Αλεξάνδρου Παπαναστασίου 56, Αθήνα (8), Ελλάδα

Αγαπημένη μου Μέλπτω

Τι χαρά σήμερα, ύστερ’ από τόσα χρόνια, να πάρω γράμμα σου και μάλιστα συνοδευμένο απ’ το ποίημά σου. Μου γράφεις όμως πως είσαι πικραμένη μαζί μου, γιατί δε σου ‘γραψα. Μα Μέλπω μου, δεν είχα την αντρέσσα σου, και δεν ήξερα που βρίσκεσαι. Ενώ εγώ έμενα πάντα στο σπίτι που ερχόσουνα καμιά φορά (Αλεξ. Παπαναστασίου 56 – Αθήνα, 8) και θα μπορούσες να μου γράψεις δύο λόγια – όπως τον καιρό που ήσουν στη Γαλλία και που πάντα, όπως θυμάσαι, σου απαντούσα. Το ξέρεις πως δύο καλοί φίλοι δεν ξεχνιούνται ποτέ – κι αν τύχει μάλιστα να ναι και καλλιτέχνες που αγαπούν το έργο ο ένας του άλλου.

Μ’ όλη μου την καρδιά Γιάννης

Βερολίνο 27.6.60

Αγαπητέ μου Γιάννη -μην τάξεις σε μωρό παιδί, καθώς λένε- έτσι κι εμένα μου φάνηκε, κατά τις προθεσμίες που μο γραψες, πως αργούσε νάρθει το δείγμα του βιβλίου κι έπλαθα με το νου μου -γι’ αυτό και σου τηλεφώνησα- στο μεταξύ θάλαβες και το προηγούμενο γράμμα μου, όπως κι εγώ το τηλεγράφημα σου – Φεύγω την Τετάρτη, 29 του μηνός- γι’ αυτό είπα να σε προλάβω μη μου στείλεις εδώ τα δείγματα και δεν με βρούνε – Διεύθυνση μου στην Ιταλία: Pensione Villa Chiara -Albiosa Marina – Από κει θα σου γράψω, μα κι εσύ μπορείς να το κάμεις, έχω ήδη κρατήσει την κάμαρα – είναι ένα μέρος χάρμα, στην περιοχή της Genova- τα κύματα φτάνουνε σίγουρα μέχρι τ’ ακρογιάλια μας- ας έχω τούτη την κακή παρηγοριά – ύστερα από τόσα χρόνια, πέρσι ξανάδα τα καβουράκια στα βράχια και λολάθηκα .[…]
Με την αγάπη μου – Μέλπω

Από τη μεριά του Ρίτσου η συγκομιδή είναι πλούσια: εξηνταπέντε συνολικά επιστολές, κάρτ-ποστάλ και τηλεγραφήματα αποστέλλονται προς τη φίλη του που βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία. Από την μεριά της Αξιώτη, αντίθετα, σώζονται μόλις δεκαοκτώ δείγματα επιστολικού λόγου. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον Ρίτσο κοντά στα διαχειριστικά ζητήματα, όπου καταθέτει απόψεις για την αναγκαιότητα της τέχνης («μυστική ακριβολογία», την ονομάζει η Μέλπω) σε καιρούς χαλεπούς. Σημειώνει τη δυσαναλογία  «ανάμεσα στο χρόνο του σώματος και στο χρόνο του αισθήματος» και θεωρεί το γήρας την πιο ασφαλή, την ξανακερδισμένη νεότητα, εκεί όπου μπορεί να τελειωθεί το ακόνισμα της ευαισθησίας. Ο ποιητής γίνεται ο πρώτος κριτής των έργων της, καταθέτοντας και τα δικά του τεκμήρια περί κριτικής και την γέννηση της ποιητικής δημιουργίας.

Ο λόγος της Αξιώτη στις επιστολές προς τον Ρίτσο είναι ισχυρός και αναπαρίσταται ζωηρά η ισχυρή της μορφή. Ωστόσο, μελετώντας κανείς προσεχτικά αφουγκράζεται τις κραυγές αγωνίας της σιωπηλής εξόριστης  Μέλπως. Στα επόμενα χρόνια η φωνή της εξόριστης ακούγεται ολοένα και λιγότερο.

Πότε πια θ’ ‘ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες. […] Εδώ φτάνουνε τ’ άστρα κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα; Σε περιμένω και σε φιλώ. Μη με ξεχνάς. Γ. Ρίτσος, Αθηνα, 17. IV. 61