Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Η κατσούλα δεν ήταν ιδιαίτερο ρούχο αλλά ήταν ενσωματωμένη στην κάπα και στο κοντοκάπι, όμως μπορούσε να κυκλοφορεί και αυτοτελώς, ως παρελκόμενο της λαϊκής φορεσιάς. 

Φέτος όλο το καλοκαίρι δεν έριξε σταγόνα βροχή και τώρα μας επισκέφτηκε ως υετός (= υδάτινα κατακρημνίσματα) όπως λένε οι μετεωρολόγοι. «Ερράγησαν πάσαι αι πηγαί της αβύσσου και οι καταρράκται του ουρανού ηνεώχθησαν» κατά την Αγία Γραφή ή «γύρισε με τη γούλη (= στόμιο του του τουλουμιού) κάτω» ή «ρίχνει με το τουλούμι» όπως λέει ο λαός.

Όταν εμείς στις υπώρειες της Σαράνταινας βλέπαμε στον υδροκρίτη των κορφών καταμέλανα σύννεφα και σε λίγο τα μισγάγκεια των πλαγιών να θολοκοπούν την άγρια ομορφιά της φύσης λέγαμε: «ήρθε λεμ». Ο υετός δεν ερχόταν ασυνεχώς υπό μορφήν σταγόνων, αλλά σε συνεχή ροή στοιχισμένων βολών. «Στ΄χάρ΄» το λέγαμε ή «σιτζίμ (τουρκ. sikim = σπάγκος)», το οποίο λόγω του αέρα, δεν στοιχιζόταν κατακόρυφα αλλά πλάγια. Είναι αυτό που γράφει ο Σεφέρης: «κράτησα τη ζωή μου, ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής» που για μας δεν ήταν μόνο  βροχή, αλλά λέμια και στ΄χάρια, κακοσάλια και δρόλαπες, ανεμοσούρια και χιονοθύελλες.

Φέτος τα πρωτοβρόχια μας ήρθαν πολύ καθυστερημένα, αλλά έκαναν καλό γιουρούσι στη φρυγανιασμένη μας γη. Ο παραδοσιακός νοικοκύρης με την οχτωβριανή ανομβρία θα τα έβαφε μαύρα, γιατί γνώριζε στο πετσί του: «Οχτώβρης και δεν έσπειρε οχτώ σπυριά στ΄ αλώνι» και αν δεν έπεφταν τα πρωτοβρόχια δεν διεμβολιζόταν η σκληρή γης με το «ησόδειο» ξυλάλετρο.

Από τα πρωτοβρόχια και μέχρι την άνοιξη ένα απαραίτητο αξεσουάρ της φορεσιάς των στρατοκόπων, των χωραφιάρηδων και των τσοπαναραίων και όπλο κατά των βροχών ήταν η κατσούλα, εκτός από μερικούς που… «είχαν το διάολο κατσούλα» και την έφεραν όλον το χρόνο! Στο λεξικό διαβάζομε ότι η λέξη κατσούλα είναι η αλβ. kacule<λατ. casula (μανδύας με κουκούλα) υποκορ. του casa (καλύβα, εξοχικό). Και όντως η αλεξίβροχος κάπα των τσοπάνηδων ήταν η φορητή τους καλύβα, χειμώνα, καλοκαίρι. Κατσούλι ήταν υβριστικός χαρακτηρισμός και σήμαινε κάποιον άξεστον και ακοινώνητο. Η κατσούλα δεν ήταν καμιά ειδική κατασκευή. Ένα χεράμ΄, ένα ρομπότσιολο, μια κουρελού ή ένα παλιοπαλτό υπήρχε πάντα σ΄ ετοιμότητα να καλύψει το κεφάλι και τις πλάτες του δερόμενου από τη βροχή.    Προσωπικά έζησα το μεταίχμιο στην μετά κατσούλαν εποχή με τις ομπρέλες, μόνο ομπρέλα δεν είχα ποτέ. Η ομπρέλα απέπνεε και μια αισθησιακή σημειολογία. Ένας με κατσούλα δεν είχε καμιά τύχη στον ερωτικό στίβο. Αυτήν την αλήθεια μαρτυρά το τετράστιχο:

«ο μπεμπές με την ομπρέλα

τάφτιαξε με μια κοπέλα

κι ο βοσκός με την κατσούλα

πήγε με μια γίδα τσούλα».

Ως τελειόφοιτος Δημοτικού σε μια νεροποντή είχα την τύχη να κρατώ μια μεγάλη ομπρέλα και καταχαιρόμουν τη βροχή. Όμως ένας κεραυνός που έπεσε κάπου κοντά με προσγείωσε. Θυμήθηκα ότι ο δάσκαλος μας είχε πει ότι η μύτη της ανοιχτής ομπρέλας τραβάει τους κεραυνούς, οπότε τρομοκρατημένος την έκλεισα και έγινα παπί μονολογώντας: «κατσούλα και πάλι κατσούλα!»