Στο νομό Λασιθίου, στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας, πάνω στα πετρώδη και άνυδρα εδάφη του νησιού Σπιναλόγκα, μόλις 85 στρεμμάτων έκτασης, γράφτηκαν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες πόνου, δυστυχίας και απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής.

Δεν είναι μόνο «Το Νησί», το βιβλίο της Βικτώριας Χίσλοπ και η ομώνυμη τηλεοπτική σειρά που καθήλωσε το κοινό σε  δυο περιόδους  πρόσφατα στην ελληνική τηλεόραση. Προσωπικά κατά καιρούς συγκέντρωνα κείμενα και αφηγήσεις επιζώντων ή οικείων των ανθρώπων που υπέστησαν τον εγκλεισμό τους σ’ αυτό το νησί των κολασμένων. Η Σπιναλόγκα, το νησί των  λεπρών αποτελεί αναμφίβολα μια επαίσχυντη σελίδα στην ιστορία της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Τα απομεινάρια της ντροπής ακόμη και σήμερα στέκουν αγέρωχα και μαρτυρούν τον ανείπωτο πόνο χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι θανατώθηκαν ψυχικά και βιολογικά, όχι μόνο από την ίδια την αρρώστια, αλλά κυρίως  από την σκληρή και άδικη συμπεριφορά των συνανθρώπων τους.

Η λέπρα ή «λώβη» ή νόσος του χάνσεν, που προϋπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων, βρισκόταν σε έξαρση στις αρχές του 20ου αιώνα και στη χώρα μας. Οι ασθενείς λόγω της αποκρουστικής τους όψης, προκαλούσαν τον τρόμο στους τοπικούς πληθυσμούς. Επίσης εκτός από τον ασθενή στιγματιζόταν και ολόκληρη η οικογένειά του και καταδικαζόταν σε απομόνωση, ενώ αποκαλούσαν τα μέλη «λεπρόσογο». Η κρατική μέριμνα ήταν παντελώς ανύπαρκτη και οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια, ζώντας αποκλειστικά στην απομόνωση και από την ελεημοσύνη των συνανθρώπων τους. Ο αγράμματος και άξεστος πληθυσμός της εποχής εκείνης τρόμαζε στη θέα των παραμορφωμένων ασθενών και τους ανάγκαζε να φορούν κουδουνάκια, ώστε να γίνονται αντιληπτοί και να αποφεύγονται. Πόση απανθρωπιά αλήθεια!

Σε αυτό το μικρό ξερονήσι λειτούργησε τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα το «λεπροκομείο». Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε φυσική ανοσία απέναντι στην ασθένεια και ο κίνδυνος μετάδοσης της λέπρας ήταν πολύ μικρός, εφ’ όσον τηρούνταν οι βασικές συνθήκες υγιεινής. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός, πως, μεταξύ των «χανσικών» της Σπιναλόγκα επέζησαν χωρίς να νοσήσουν και άνθρωποι που μπήκαν κρυφά και παράνομα, γιατί δεν μπορούσαν να αποχωριστούν τον ασθενή άνθρωπό τους.

Το νησί αυτό, κοντά στην ξηρά για την εύκολη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων, ήταν η ιδανική λύση απομόνωσης των ασθενών. Ήταν και ανέξοδη η εγκατάστασή τους, αφού υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια μετά την εκδίωξη των μουσουλμάνων Τούρκων που κατοικούσαν εκεί από το 1715 που είχε καταληφθεί η Κρήτη. Οι πρώτοι 251 λεπροί από την Κρήτη μεταφέρθηκαν στο νησί στις 14-12-1904. Από το 1913 και μετά μεταφέρθηκαν ασθενείς και από την υπόλοιπη Ελλάδα που  ξεπέρασαν τον αριθμό των χιλίων, στέλνοντας ιδίως με το ζόρι πάντα τους πιο «ανυπότακτους» και « αντιδραστικούς».

Σ’ αυτή την απάνθρωπη «φυλακή» μεταφέρονταν οι απόκληροι της ζωής, με το κοινωνικό τους στίγμα, έπειτα από τον οδυνηρό αποχωρισμό των οικείων τους. Δραματική η διαβίωσή τους, μια ζωή χωρίς μέλλον. Μια πινακίδα στην είσοδο του νησιού έγραφε: «Ο εισερχόμενος να εναποθέσει κάθε ελπίδα!»

Αυτά τα λίγα για το κολασμένο νησί , που λειτούργησε μέχρι το 1948, που ανακάλυψαν οι Αμερικανοί το φάρμακο της λέπρας. Δεν μας παίρνει ο χώρος για να γράψουμε όλα τα φοβερά και τρομερά που συνέβησαν στην καταραμένη Σπιναλόγκα. Διαβάστε «Το Νησί»!     

                                                   Κώστας Μπουμπουρής

                                                  Αστυν.Δ/ντής ε.α.-Συγγραφέας

                                                      (k.boubouris@yahoo.gr)