Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαρας


Όταν για τα φουστάνια τους οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν το απολυτό χειρίσιο σκουτί του αργαλειού τους, έραβαν μόνες τους ή αλληλοβοηθητικώς τα μαλλινοφούστανά τους με το χέρι. Βέβαια θα μπορούσε να τα ράψει καλύτερα ένας καποράφτης, αλλά ποιος σοβαρός νοικοκύρης εμπιστευόταν τον μπερμπάντη ράφτη να πασπατεύει τη γυναίκα του και παραπέρα τούτο θα είχε ένα οικονομικό κόστος.
Με την εμφάνιση των ευρωπαϊκών υφασμάτων και των ραπτομηχανών, σχεδόν παράλληλα με το φραγκοράπτη, εμφανίστηκε το νέο επάγγελμα της μοδίστρας < γαλλικά modistre. H Γαλλία ήταν πάντα πρωτοπόρα στη ραπτική, θεωρείται η χώρα της «υψηλής ραπτικής»
Ο γονιός αγόραζε μια ραπτομηχανή, έστελνε την κόρη του μαθητευόμενη σε μια παλιότερη μοδίστρα και σε δυο χρόνια μια καινούργια μοδιστρούλα ανέτειλε στο ερωτικό στερέωμα, η οποία έραβε και τα πουκάμισα των αντρών.
Το εργαστήρι της μοδιστρικής ήταν ίσως το αισθαντικότερο απάντων των άλλων. Ως επαγγελματική στέγη, χρησιμοποιούσαν μια καμαρούλα ή μια γωνιά στον οντά του σπιτιού της οικογένειας. Το βασικότερο και ακριβότερο εργαλείο της δουλειάς ήταν η ραπτομηχανή. «Χειρός» αν επρόκειτο για ερασιτεχνική ή οικιακή χρήση και «ποδός» για επαγγελματική. Οι ραπτομηχανές Singer κυριαρχούν στην αγορά από το 1850 ως σήμερα και είναι ο ζωντανός θρύλος του είδους. Σήμερα οι μηχανοκίνητες ραπτομηχανές, χειρός ή ποδός, εξελίχτηκαν σε ηλεκτροκίνητες. Το δεύτερο τη τάξει εργαλείο της μοδίστρας ήταν -και είναι- το σίδερο. Ξεκίνησε ως καρβουνοθερμαινόμενο και κατέληξε ηλεκτρικό. Το επόμενο ακριβοθώρητο εργαλείο ήταν ένα καλοτροχισμένο και καλής κατασκευής ψαλίδι… ακατάλληλο για κούρεμα προβάτων και λοιπά κλαδέματα.
Άλλα πιο φτηνά εργαλεία ήταν η πελότα, που φιλοξενούσε τις καρφίτσες για να μη χάνονται, αλλά και να μην τις έχουν στο στόμα οι μοδίστρες με κίνδυνο να τις… καταπιούν. Η μεζούρα ήταν εργαλείο για να παίρνει τα μέτρα των πελατών και έκανε το μέτρημα των υφασμάτων όταν το έκοβε.
Επίσης είχε και πολλά αναλώσιμα υλικά όπως: καρφίτσες και μια κιμωλία ραπτικής για σημαδέματα στο ύφασμα. Ο κύκλος των αναλωσίμων, παρελκομένων και μικροεργαλείων συνεχιζόταν με τα βελόνια, τις παραμάνες, τις μασουρίστρες, τις κλωστές, τα φερμουάρ, τα κουμπιά, κ.ά.
Όλα αυτά τα έμαθα γιατί ήμουν φανατικός των μπαλωμάτων των ρούχων με ραπτομηχανή και μέσα μου ίσως κρύβεται ένας ράφτης, που… άμα μεγαλώσω θα του κάνω δώρο μια μικρή οικιακή ηλεκτρική ραπτομηχανή. Βέβαια δεν ξεχνώ ότι στο στρατό υπήρξα «μοδίστρα» ήγουν διαβιβαστής.
Οι μοδίστρες των βουνών δεν απέπνεαν το ερωτικό φορτίο των αντιστοίχων του αστικού χώρου, που υμνήθηκαν με ωραία τραγούδια και ταινίες. Το μόνο πολυακουσμένο τραγούδι τους από τα όργανα της παραδοσιακής κομπανίας είναι το: «μοδίστρες και κομμώτριες θα ρθουν να σε στολίσουν» που όμως δεν υμνεί την ίδια τη μοδίστρα, αλλά τα έργα αυτής.
Mε την δειλή είσοδο της βιομηχανικής εποχής στα βουνά, η μοδίστρα προτιμούνταν ως νύφη από τις συνομίληκες βοσκοπούλες κι αγρότισσες, γιατί η δουλειά της ήταν ελαφριά και καθαρή και άλλον ερωτισμό απέπνεαν τα χέρια μιας μοδίστρας και άλλον μιας τσοπάνισσας! Τη δεκαετία του ΄70 οι κοπέλες των βουνών -και όχι μόνον- έπιαναν δουλειά ως γαζώτριες και μηχανικούδες, όπως έλεγαν, στις βιοτεχνίες ετοίμων ενδυμάτων, που άνοιγαν σαν τα μανιτάρια. Τότε ήδη η μοδίστρα ως επάγγελμα υπέστη την πρώτη και τελευταία στρατηγική της ήττα. Τελικά όμως οι βιομηχανίες και οι εισαγωγές έτοιμων ρούχων εξαφάνισαν και τις βιοτεχνίες με τις γαζώτριες. Αυτοί που δραστηριοποιούνται πλέον στη μοδιστρική είναι οι διάφοροι μόδιστροι, που κανέναν ερωτισμό δεν αποπνέουν ούτε σε θηλυκούς ούτε σε… αρσενικούς.