Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο «Των Καρπενησίων οι Κοινότητες (1792-2019)»

Της Μαρίας Θ. Ευαγγελοδήμου

Εκπαιδευτικού-Φυσικού

Τον Σπύρο Τσιτσάρα, στον οποίο αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, διαδέχτηκαν, από το 1921 και μετά, οι: Νικόλαος Τσαμπούλας για τρεις θητείες, Σεραφείμ Κεχριμπάρης, Κωνσταντίνος Ι. Σακκαλής και Αθανάσιος Φραγκάκης. Ήταν οι κοινοτάρχες που ενστερνίστηκαν το όραμα του Σπύρου Τσιτσάρα για μια ευπρεπή και καθαρή κωμόπολη που θα μπορούσε να γίνει παραθεριστικό κέντρο και το πέτυχαν.

Οι δυσκολίες φυσικά ήταν μεγάλες. Το χειρότερο όλων ήταν η υποβάθμιση του Νομού σε Επαρχία το 1909 και του Δήμου σε Κοινότητα το 1912 (στην πραγματικότητα ο νόμος εφαρμόστηκε το 1914). Αυτές οι υποβαθμίσεις, εκτός των άλλων, έφεραν και την οικονομική δυσπραγία, αφού η Κοινότητα στερήθηκε έσοδα και κυρίως τον δημοτικό φόρο. Κάποιες προσπάθειες του Φραγκάκη και του Τσαμπούλα να αυξήσουν τα έσοδα της κοινότητας, σκόνταψαν στις αντιδράσεις των δύο ισχυρών τότε συλλόγων Εμπορικού και Εργατοτεχνών αλλά και στις διαμαρτυρίες, κυρίως με συλλαλητήρια, των δημοτών.

Ωστόσο, τα έργα βελτίωσης, που είχαν ξεκινήσει από τον Σπύρο Τσιτσάρα και συνεχίστηκαν αυτές τις δύο δεκαετίες, ήταν τόσα ώστε να αλλάξει γνώμη ακόμα και ο πρώην εισαγγελέας εφετών Νικόλαος Γερακάρης και να γράψει, το 1935, ότι ὁ κύκλος τῆς κολάσεως του 1905 είχε μετατραπεί σε μια ευχάριστη πόλη παραθερισμού: προήχθη καί εἰς τόν σύγχρονον πολιτισμόν, διότι καί ξενοδοχεῖα ἂνετα καί εὐπρεπῆ ἐκτίσθησαν καί ἑστιατόρια καλά λειτουργοῦσι καί ἐν γένει ἐγένετο μία εὐχάριστος πόλις παραθερισμοῦ.

Διαχρονικά προβλήματα ήταν οι πλημμύρες, ο ηλεκτροφωτισμός και, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, η λειψυδρία λόγω κακής κατάστασης του δικτύου. Ένα από τα βασικότερα, όμως, προβλήματα, που απαιτούσαν άμεση λύση, ήταν η καθαριότητα. Τι έφταιγε; Πολλά. Οι κάτοικοι που πετούσαν τα πάντα, υγρά και στερεά, παντού. Οι έμποροι και επισκέπτες που ελλείψει κατάλληλων χώρων ανακουφίζονταν στου Παπά το Ρέμα.  Τα ζώα, μικρά και μεγάλα, που σταβλίζονταν στα ισόγεια των σπιτιών ή δίπλα από τα σπίτια και καθημερινά διέσχιζαν τους κεντρικούς δρόμους προς τα βουκολιά.

Ο Δήμαρχος Αθανάσιος Φραγκάκης

Ο Φραγκάκης προσπάθησε να λύσει, με αστυνομικά κυρίως μέτρα που προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, το πρόβλημα της δυσωδίας:

«Έτσι, το 1930 προέβη σε μια ατυχή προσπάθεια να εξαλείψει τουλάχιστον τις όζουσες κόπρους από τους δρόμους. Εισηγήθηκε στην αστυνομία να συλλαμβάνει όποιον χωρικό ερχόταν με το ζώο του το Σάββατο από το χωριό του, για τη συνήθη αγοραπωλησία, και  να τον οδηγεί στο αυτόφωρο. Ταυτόχρονα, εξέδωσε ανακοίνωση για τους ιδιοκτήτες των αγελάδων πως θα έπρεπε στο εξής μόνοι τους να παραλαμβάνουν το ζωντανό τους και να το οδηγούν στην οικία τους.

Τον Ιανουάριο του 1931, μέσα στο καταχείμωνο, ο Φραγκάκης έκανε ακόμα μια απέλπιδα προσπάθεια να καθαρίσει την πόλη από τις διάφορες ζωικές οσμές. Αυτή τη φορά η αστυνομία απαγόρευσε το στάβλισμα των μεγάλων ζώων μέσα στην πόλη, αλλά και σε απόσταση 300 μέτρων από αυτή. Προχώρησε μάλιστα και σε μηνύσεις. Εκείνη την εποχή, που σχεδόν δεν υπήρχε σπίτι χωρίς στάβλο, η εφαρμογή αυτού του μέτρου ήταν αδύνατη. Οι

κάτοικοι εξεγέρθηκαν. Οι δύο μεγάλοι σύλλογοι, ο Εμπορικός και των Τεχνοεργατών, διαμαρτυρήθηκαν αμέσως και έντονα, αλλά τα στοιχεία που δίνουν στις καταγγελίες τους δεν συμφωνούν, ένδειξη της έλλειψης ψυχραιμίας και της αναταραχής που δημιουργήθηκε.»

Τον Μάιο του 1931, η αστυνομία τιμώρησε κάποιους εργάτες, κάτι που «προκάλεσε την εξέγερση των φιλεύσπλαχνων δημοτών· ατυχείς εργάτες αναγκάστηκαν να πληρώσουν πρόστιμο, διπλάσιο του ημερομισθίου τους, λόγω έλλειψης δημοσίων οὐρητηρίων! Οι εργάτες ανακουφίζονταν στο ρέμα, όπου… ανακουφιζόταν κι όλη η αγορά!».

Και τι να έκαναν οι εργάτες, όταν ο Φραγκάκης είχε κατασκευάσει μεν πολυτελή αποχωρητήρια με χρωματιστά, στρογγυλά παράθυρα στην πλατεία, αλλά για κάποιον λόγο δεν λειτουργούσαν και τα ουρητήρια της κάτω αγοράς ήταν κατεστραμμένα; Η μόνη εύκολη λύση ήταν το ρέμα!

Τον Ιούνιο του 1931, ο Αθανάσιος Φραγκάκης μάλλον απογοητευμένος, παραιτήθηκε και τον Αύγουστο τον διαδέχτηκε ο Νικόλαος Τσαμπούλας.

Ο Δήμαρχος Σεραφείμ Κεχριμπάρης. Φωτο του Μάριου Αποστόλου από το Δημαρχείο

Βέβαια στο τέλος, οι προσπάθειες τόσο του Σπύρου Τσιτσάρα όσο και των κοινοταρχών που τον ακολούθησαν είχαν αίσιο αποτέλεσμα.  Δεν μιλάμε βέβαια για την απομάκρυνση των ζώων από την πόλη, που προς το παρόν ήταν ακατόρθωτο. Ωστόσο, έγιναν δύο σημαντικά έργα. Πρώτον, το μερικό κλείσιμο μέρους του ρέματος. Ο εγκιβωτισμός ξεκίνησε από τον Κεχριμπάρη σε μήκος 24 μέτρων το 1928 (σήμερα βρίσκεται κάτω από τη δυτική πλευρά της πλατείας), και συνεχίστηκε λίγα μέτρα ακόμα, από τον Τσαμπούλα, μέχρι την αρχή της σημερινής οδού Αθανασίου Καρπενησιώτη. Δεύτερον, αλλά εξίσου σημαντικό και αποτελεσματικό, η λειτουργία των πολυαναμενόμενων αποχωρητηρίων, το 1932, από τον Τσαμπούλα. Τοιουτοτρόπως, η αποφορά, τουλάχιστον γύρω από την πλατεία, σταμάτησε.

Σημαντικό έργο για την πόλη, το 1932, ήταν η διαπλάτυνση της οδού Ζηνοπούλου, που δεν άρεσε σε όλους: «Και κάπως έτσι οι Καρπενησιώτες έχασαν το ἱερώτερον κειμήλιον πού τούς ἐκληροδότησεν ὂχι πλέον ὁ ἂνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός, σύμφωνα με τον Γεώργιο Κουράτο, δηλαδή τις δασώδεις πλατανιές πού ἀποτελοῦν τήν ὡραιοτέραν ἀψῖδαν τοῦ δρόμου και υποδέχονταν τον εισερχόμενο στο Καρπενήσι. Έφεραν, όμως, και ένα νέο σχέδιο πόλης με λίγο… πλατύτερους και πιο ευθείς δρόμους στο κέντρο. Βέβαια οι παράγκες κατά μήκος του ρέματος παρέμεναν, τουλάχιστον μέχρι να τις παρασύρει μέχρι το… Κεφαλόβρυσο η επόμενη χειμωνιάτικη νεροποντή.»

Η πλατεία Μάρκου Μπότσαρη

Την κατασκευή της πλατείας,  κέντρο αναφοράς των Καρπενησιωτών, την ξεκίνησε πρώτος ο Σπύρος Τσιτσάρας το 1910, αφού εγκρίθηκε από το Υπουργείο η απόφαση ρυμοτομίας (173/26-10-1909) του Δημοτικού Συμβουλίου. Ισοπεδώθηκε η γεμάτη πέτρες αλάνα που κατηφόριζε απότομα από τον περίβολο της Αγίας Τριάδας μέχρι το ρέμα, και σχηματίστηκε με πολλά βάσανα μια μικρή χωμάτινη πλατεία. Ο Τσαμπούλας συνέχισε τη διαμόρφωση και το 1925 τοποθετήθηκε στο κέντρο της το άγαλμα του Μάρκου Μπότσαρη. Ο εγκιβωτισμός του ρέματος από τον Κεχριμπάρη, άφησε χώρο στη μικροσκοπική πλατεία να επεκταθεί. Τότε απέκτησε περιμετρικά τα πρώτα της δέντρα, ίσως και την κρήνη, αν δεν είναι παλαιότερη. Ο Πάνος Ι. Βασιλείου γράφει ότι ο Κεχριμπάρης  κατασκεύασε τέσσερεις νέες κρήνες με διαρκή υδρορροή, χωρίς να γράφει κάτι για την κρήνη της πλατείας. Σε φωτογραφίες της δεκαετίας 1930-1940 φαίνονται και πολλά παγκάκια ανάμεσα στα ακόμα μικρά φουντωτά δέντρα, αλλά και μια λάμπα που φώτιζε τον Μάρκο Μπότσαρη. Ο Κεχριμπάρης επιπλέον κατασκεύασε τέσσερα μαγαζιά στην κάτω γέφυρα, τα οποία μετά από δέκα χρόνια θα περνούσαν στην Κοινότητα και έκανε επίστρωση του δρόμου (καλντερίμι) από την πλατεία μέχρι την Καρατράχη.

Τον πολιτισμό συμπλήρωναν ο ηλεκτροφωτισμός των κεντρικών δρόμων που τελείωσε το 1930 (η πρώτη σύμβαση έγινε από τον Κεχριμπάρη και η δεύτερη από τον Σακκαλή), η διάνοιξη του δρόμου προς τον Γαύρο το 1929, που συνέδεσε οδικά το Καρπενήσι με το Μεγάλο και Μικρό Χωριό, και κυρίως η τηλεφωνική σύνδεση, με ώρες συνδιαλέξεων του κοινού το πρωί 9-9 ¼, 11-11 ¼ και το απόγευμα 4-4 ¼ και 6-6 ¼. Ο πρώτος τηλεφωνικός χαιρετισμός διαμείφθηκε μεταξύ του Προέδρου της Κοινότητας Κωνσταντίνου Σακκαλή και του υπουργού Αντωνίου Χρηστομάνου. Το νέο Γυμνάσιο, το καλλιμάρμαρο τέμενος τῶν μουσῶν, όπως με περηφάνια το αποκαλούσαν, που εγκαινιάστηκε το 1931, κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Νικολάου Τσαμπούλα, κοσμούσε την πόλη και σίγουρα θα ήταν αντικείμενο θαυμασμού.

Η καθαρή πόλη, οι κοριοί που δεν εύρισκαν… εύφορο έδαφος στα καλά ξενοδοχεία, ο δρόμος προς Λαμία, έστω κι αν ήταν σπαρμένος λακκούβες σαν τυρί παρμεζάνα, τα πολυτελή εξοχικά κέντρα όπως η «Νεράιδα»,  η πατροπαράδοτη φιλοξενία και η απαράμιλλη δροσιά με το φυσικό κάλλος τραβούσαν σαν μαγνήτης τους καλοκαιρινούς παραθεριστές. Ο τουρισμός είχε ξεκινήσει με αργούς ρυθμούς από το 1910. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, πόλη και Ράχη κατακλύζονταν από παραθεριστές που αναζητούσαν λίγη ανακούφιση από τις φλογισμένες πεδιάδες. Οι Καρπενησιώτες είχαν εγκαταλείψει τις φουστανέλες και στενοφορούσαν, οι Καρπενησιώτισσες φορούσαν κοντά αμάνικα φορέματα και έκοβαν τα μαλλιά τους, οι νέοι και οι νέες μάθαιναν χορό στο χοροδιδασκαλείο και χόρευαν στα ντάνσινγκ με τζαζ-μπάντ.

«Το 1935, ο Νικόλαος Τσαμπούλας πριν εκδιωχθεί από τη θέση του, ίσως και να πρόλαβε να ανακοινώσει με περηφάνεια στους δημότες του ότι πρώτο το Καρπενήσι σε όλη την Ελλάδα, αυτός ο τόπος ὅλο βουνά πού ἒχουν σκεπή  τό  χαμηλό  οὐρανό  μέρα  καί  νύχτα,  και  περιβάλλεται από σύσκια ελάτινα δάση, αναγνωρίστηκε περίτρανα, επισήμως και… με την υπουργική βούλα, ως τόπος θερινής κατοικίας, μια αναγνώριση  που θα έφερνε άνοδο του τουριστικού ρεύματος, αν δεν διακοπτόταν από τον πόλεμο.»

Κλείνουμε το αφιέρωμα αυτό στους κοινοτάρχες της περιόδου 1921-1935, με την περιγραφή της πόλης από τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Το Φως του Αγρινίου, Επαμεινώνδα Παπαπερικλή, όπως τη μετέφερα στο βιβλίο μου Των Καρπενησίων οι κοινότητες (1792-2019)[1]:

«Τό Καρπενῆσι! Νά το! Σάν ναζιάρα καμωματοῦ κοκκέτα. Ἀπλώνεται, μ’ ἀνατολίτικη νωχέλεια, στή θεαματικώτερη πλαγιά τοῦ Τυμφρηστοῦ.

Εκστασιασμένος από την ανοιξιάτικη φύση στην καρδιά του καλοκαιριού, τα κρουσταλλένια νερά, τη Νεράιδα και τις φανταχτερές, τροφαντές, ἀρωματικές γαρδένιες, ποιό ἐκλυστικό ἲσως κι’ ἀπ’ τήν «Ὡραία τοῦ Πέραν», συνέχιζε:

Νοικοκυρωσύνη ἒκδηλη παντοῦ. Κυρίως, πρός μεγάλη τιμή τῆς Κοινοτικῆς ἀρχῆς, καί στήν πιό ἀπόμερη μεριά τοῦ Καρπενησιοῦ. Πλατεῖα, δρόμοι, στενοσόκακα, παρ’ ὃλη τήν ἐδαφική ἀνωμαλία, καθαρώτερα κι’ ἀπ’ τούς ἀσφαλτοστρωμένους ἀθηναϊκούς δρόμους.»


Η κεντρική πλατεία του Καρπενησίου το 1930.Φαίνεται και η προτομή του Μάρκου Μπότσαρη, Φωτο Βαφιαδάκης Γεώργιος