Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Πάντα οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν -και ενδιαφέρονται- για τον κώλο τους, βέβαια οι περισσότεροι μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού και των επιταγών της επιβίωσης. Πολλοί όμως το παρατραβάνε και έχουν τον κώλο τους επίκεντρο πάντων, θα λέγαμε κωλοκεντρικοί, για να νεολογήσουμε και λίγο. Ωστόσο υπάρχουν και χειρότερα, αυτοί που παραφύσιν επικεντρώνονται ηδονοθηρικά στο κώλο τους. Είναι γεγονός, όταν ο κώλος καλοπερνάει ευδαιμονεί όλο το σώμα και όλη η ανθρώπινη ύπαρξη παραπέρα, γι΄ αυτό ο άνθρωπος από τις απαρχές του πολιτισμού έθεσε στην υπηρεσία του τα κωλοκάτσια, τα σκαμνιά.

Εν αρχή ην τα ΚΩΛΟΚΑΤΣΙΑ.

Συνήθως ήταν ξύλινα κομμάτια τετραγωνισμένων κούτσουρων, στο μέγεθος ±50 εκατοστά. Είχαν μόνιμη θέση στο μαγεριό του σπιτιού και συνόδευαν την τάβλα των ευωχιών τους. Άκουγαν και σε άλλα ονόματα, όπως κουτσουμπέλι και κωλοκούμπι. Μερικά μπορούσε να είναι και πέτρινα, ας τα πούμε κωλολίθια προς διάκριση των ξύλινων κωλοκατσιών. Ένα χρήσιμο στους ποιμένες και δη στους αρμεχτάδες στην έξοδο της στρούγκας ήταν το στρουγκόλιθο. Ιδιότυπα «κωλολίθια» ήταν τα σκαλοπάτια των σπιτιών, τα πεζούλια των χωραφιών και άλλες κατάλληλες πέτρες σε τραχιές ανηφόρες, που ξεκουράζονταν οι οδοιπόροι. Αυτές συνήθως έφερναν το όνομα «ακουμπίστρες», γιατί η χρήση τους ήταν ολιγόλεπτη, τόσο όσο να πάρει μια ανάσα ή να κάνει ένα τσιγάρο ο πεζοπόρος.

Επειδή οι ανάγκες για ξεκούραση ήταν μεγάλες, υπήρχαν κι άλλα κωλοκούμπια, στη υπηρεσία του αφεδρώνος. Αυτά μπορεί να ήταν ένα μαξιλάρι, ένα σαμάρι, ένα μισογεμάτο σακί, μια κασέλα, ένα κρεββάτι και άλλα ήσσονος σημασίας. Μια δεύτερη έντεχνη κατασκευή ήτα τα ΣΚΑΜΝΙΑ (λατ. scamnum). Είναι ο σκάμνος ή το σκαμνίον ή θρονίον των Βυζαντινών και λέγονταν έτσι γιατί κατασκευάζονταν εκ ξύλου συκαμινέας (σκαμνιά είναι η παραδοσιακή ονομασία της παρ΄ ημίν μουριάς). Ήταν κοντά και του παρείχαν μια άνεση στην τάβλα. Οι επιχώριοι Ευρυτάνες τα κατασκεύαζαν με πριονίσια σανίδια και μπορούσαν να τα κατασκευάσουν οι περισσότεροι νοικοκύρηδες κι ας μην ήταν μαραγκοί. To βασικό στοιχείο που διέκρινε τα διάφορα είδη ήταν το ύψος αυτών.

Πρώτα ήταν τα «κοντοσκάμνια». Είχαν ύψος  ±30 εκατοστά και πλάτος γύρω στα 20 εκ.  Ήταν μια πεπολιτισμένη λύση για να κάθονται γύρω από την τάβλα, ή δίπλα στο τζάκι, ή να κάνουν διάφορες «καθούμενες» οικιακές εργασίες. Ένα απ΄ όλα που ήταν κατασκευασμένο από άγριο ξύλο ήταν ο πάγκος που έκοβε το καπνό του ο θεριακλής νοικοκύρης. Ήταν αυτό που έφερε μια καλλιτεχνική λακκούβα στον πάτο του από τις μαχαιριές του καπνομάχαιρου. Εκτός από τα κοντοσκάμνια είχαν και μερικά «ψηλοσκάμνια» κάτι σαν τα σημερινά σκαμπώ και χρησιμοποιούνταν για να κάθονται σ΄ ένα μέτριο τραπέζι, σαν αυτό των σαλονιών μας ή τους βοηθούσαν να πιάσουν ένα αντικείμενο λ.χ. ένα λουκάνικο από το λουκανικόξυλο! Μπορούσαν να τα βάλουνε και σε θέση πλαγιαστή και να τα χρησιμοποιούν σαν κοντοσκάμνια, καθήμενοι στις πλαϊνές συνδετικές τους σανίδες. Πολλοί Βυζαντινοί είχαν το «μακρυσκάμνιο» δηλαδή το σημερινό παγκάκι ή «τουράκι», όπως το λέγαμε εμείς. Συνήθως ήταν χρήσιμο στα καφενεία και στις εκκλησίες, όμως υπήρχε -κατ΄ εξαίρεσιν- και σε σπίτια, ώστε να μπορεί να καλύπτει ενίοτε τις ανάγκες κυρίως κάποιας της πολυμελούς οικογένειας,

Ένα πρόχειρο μακροσκάμνι γινόταν με δύο κοινά σκαμνιά που τα ένωναν πρόχειρα με μα σανίδα, το «παρασκάμνι» όπως την έλεγαν. Το σκαμνί είναι το μοναδικό εργαλείο, που ακούει και μπορεί να μας διηγηθεί πολλές ιστορίες του κώλου και άλλες περί την γενετήσια περιοχή. Αυτές εκφράζονται μέσα από παροιμίες, όπως λ.χ. «Το σκαμνί χαϊδεύει το μ@νί» ή αλλιώς κάνει «χαϊδοκώλι» ή «το σκαμνί ακούει τις πορδές» ή «Όσο και να κλάνεις το σκαμνί τίποτε δε θα σου πει».