Πάντα είχα στην καρδιά μου ψηλά τη μάνα, όχι μόνο τη δική μου που η ζωή της και η στάση της όλα αυτά τα χρόνια είναι τουλάχιστον για υπόκλιση, αλλά και όλες τις μάνες του κόσμου.

Από όταν έγινα κι εγώ μητέρα, κατάλαβα ότι η μάνα κάθε μέρα δίνει έναν αγώνα και το κυριότερο είναι αυτή που πρωταγωνιστεί στα ματάκια των παιδιών της. Ό,τι και να κάνει, ό,τι και να λέει, κάθε κίνηση, κάθε αντίδρασή της το παιδί τη ρουφάει, την αφομοιώνει αργά και ασυναίσθητα και την υιοθετεί. Είναι το φίλτρο μέσα από το οποίο γνωρίζει τον κόσμο. Είναι οι ήχοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες που χαράζουν τη συνειδητή και ασυνείδητη μνήμη που ακολουθεί τον άνθρωπο, μέχρι να φύγει από τη ζωή.

Τέτοιες μνήμες περιγράφει ο μεγάλος μας Γιάννης Ρίτσος, [Η μητέρα μου]

«…Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, – μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως: “μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”, ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”, ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”, ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”, και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει – Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), – τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της, αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της, με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας, κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω, μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας, μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο – Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, – όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου, σα να ‘βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη. Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […] (Γ. Ρίτσος, “Ορέστης, Τέταρτη διάσταση”, εκδ. Κέδρος)

Για όλες τις μητέρες παλιές και νέες. Για την μανούλα και το νέο μωράκι μας που ήρθε επιβλητικό χθες στην οικογένεια.

Μεγάλο θαύμα η γέννηση. Τεράστια θυσία η μητρότητα…

Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα

Εκδότρια