Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Μέρος Β’

Μόλις όμως βγήκαμε από την αίθουσα αναμονής δε μας περίμενε ο αμερικάνικος κινηματογράφος αλλά εικόνες από επίκαιρα που είχαμε δει στις μικρές οθόνες και μας δείχναν ένα λαό φτωχό και ταλαιπωρημένο. Στην έξοδο βλέπω σκόνη κίτρινη και μια σκελετωμένη αγελάδα να τρώει ήρεμα τ’ ανθισμένα γεράνια που κοσμούσαν ένα μικρό περιβολάκι του αεροδρομίου. Φυσικά κανείς δεν έδιωξε αποκεί το ιερό ζώο που ροκάνιζε τον κηπάκο του αεροδρομίου και πρέπει να πω ότι σε όλο το διάστημα της παραμονής μου στην Ινδία συνάντησα τον ίδιο σεβασμό προς τις ιερές αυτές αγελάδες με τη χαρακτηριστική τους καμπουρίτσα που τις ξεχωρίζει από τις… ευρωπαϊκές αγελάδες και κυκλοφορούνελεύθερα παντού. Είδα μια να μπαίνει σ’ ένα μουσείο και να μουγκανίζει απειλητικά μάλιστα· μου εξηγήσανε πως όλες αυτές οι πραγματικά «ισχνές αγελάδες» ήταν πολύ γέρικες πια, δεν κατεβάζανε γάλα, ήταν με δυο λόγια όχι άχρηστες μόνο αλλά και βάρος για τ’ αφεντικά τους που μην μπορώντας να τις θρέψουν και μην έχοντας το δικαίωμα να τις σφάξουν τις αφήνουν να διαγουμίζουν δρόμους και περιβόλια, να κοιμούνται πάνω στις γραμμές των τρένων, πολλές φορές και να καθυστερούν τους συρμούς επί ώρες· να σταματάνε την κυκλοφορία σε κεντρικούς συγκοινωνιακούς κόμβους ή και να προξενούν ανθρωποκτονίες, ατυχήματα ίσαμε τη στιγμή που θα ψοφήσουν. Η αγελάδα που τρώει τα λουλούδια, τα παραμορφωμένα χέρια από τη λέπρα που ζητάνε ελεημοσύνη, τα καταβρόμικα πρόσωπα των παιδιών με τα πιο ωραία, δραματικά μάτια που έχω δει ποτέ, οι γυναίκες που σκουπίζουν με σκούπες από αφάνες και σου πετάνε στα μούτρα σκόνες και σκουπίδια μαζί, τα τρίκυκλα ταξί, άλλα σαν ποδήλατα και άλλα σαν μοτοσικλέτεςς (εδώ θα πω την πολύ αστεία λέξη που μου είπαν: τα λένε χτυποκόλια) που αντικαταστήσανε τα «πους-πους», τα σαραβαλιασμένα παλιά ταξί, μου δίνουν την εντύπωση ενός παλιατζίδικου παλιοσιδερικών ή νεκροταφείου τροχοφόρων. Στην Ινδία που οι λιμοί έχουν εξοντώσει εκατομμύρια ανθρώπους είναι φυσικό να προσπαθούν πρώτα να υπάρχει ψωμί και έπειτα πετρελαιοειδή για την κίνησή τους. […] Πριν ξεκινήσω για το ταξίδι, αγαπητοί φίλοι με είχαν προειδοποιήσει: «Πάρε δεκάδες υγρά μαντίλια για να σκουπίζεις τα χέρια σου συνεχώς ό,τι και αν πιάσεις». «Μην πιεις και μη φας ποτέ τίποτα έξω από το ξενοδοχείο που θα μείνεις –πρώτης τάξεως ξενοδοχείο βέβαια– και κυρίως μη γελαστείς και δώσεις έστω και μια ρουπία σε ζητιάνους και παιδιά γιατί μετά θα σε… φάνε». Τήρησα φανατικά τις δύο πρώτες εντολές, όμως αλίμονο δεν άντεξα να τηρήσω και την τρίτη. Σ’ ένα χωριό είχαμε πάει να δούμε κάποιο ναό· δυο τρία παιδάκια όλα κι όλα μας πλησιάσανε. Το κοριτσάκι είχε κάτι θαυμάσια πράσινα μάτια, λάμπανε. Φορούσε κουρέλια. Το χέρι ζητιάνευε, τα μάτια περήφανα μισούσαν. Είχα καραμέλες, έβγαλα μια χούφτα να τις δώσω· τότε έγινε κάτι τόσο ξαφνικά και αστραπιαία που ακόμα και τώρα που το διηγούμαι δεν μπορώ να συλλάβω το χρόνο που όλ’ αυτά συμβήκανε. Το χέρι μου στραμπουλήχθηκε, ένιωσα στην πλάτη μου κάποιος να σκαρφαλώνει, κάποιος να περνάει ανάμεσα από τα πόδια μου, το φόρεμά μου να σχίζεται.