Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Γιάννης Ρίτσος, «Μεσημέρι Αυγούστου»

Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι./ Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο/ κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,/ είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει/ κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα/ από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο./ Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα/ στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –/ μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.

Γιώργος Χρονάς, «Πάντα είναι Αύγουστος»
Πάντα είναι Αύγουστος/ Πάντα είναι Αύγουστος/ Το χώρισμα ανάμεσα στα δωμάτια/ Ξύλο μαυρισμένο./ Πάντα η φωτογραφία στον κίτρινο τοίχο/ Δείχνει τη συνάντηση στο ποτάμι/ Την ώρα που ο ήλιος μετέωρος ανάμεσα/ Από δέντρα και άμμο ναρκισσεύεται/ Στο νερό./ Πάντα φτάνει το τραίνο στο σταθμό/ Οι πρώτες φωνές στους διαδρόμους, το πρώτο τσιγάρο, τα μεγάφωνα/ Οι απίστευτες ματιές της Κυριακής για ένα ταξίδι στη μυθολογία/ Το πλήθος, τα χέρια, τα μέλη, τα μάτια των υπνωτιστών./ Πάντα είναι Αύγουστος/ Η μητέρα σου στο διπλανό δωμάτιο ξερνάει και συ αγωνίζεσαι/ Για τη μετατόπιση ανάμεσα από λίμνες, έλη, νεκρούς/ Σε βιβλία χημείας και φυσικής που τα οφείλεις τον Σεπτέμβρη/ Σε σώματα απέραντα ανέπαφων/ Που διατηρούνται στη ζωή/
Με τη μυθολογία του Αυγούστου/ -Ο πατέρας σου υπέγραψε πριν από λίγο/
Δεν μπορείς να φύγεις/ Είναι Αύγουστος.

Νάνος Βαλαωρίτης, «Ποια θάλασσα»

Πες μας που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του/ Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή/ Τώρα μας δείχνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του/ Ω πρόσωπο που σκέπασε σα μάρμαρο η σιγή/ Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις/ Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς/ Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει/ Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς.

Νίκου Καββαδία, «Federico Garcia Lorca»
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό/ και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι./
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,/ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι. Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά/ και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι./
Τραβέρσο ανάποδα — πορεία προς το Βοριά./ Τράβα μπροστά —ξοπίσω εμείς— και μη σε μέλει.

Λούλα Αναγνωστάκη, «Χάθηκα μες στη ζωή μου»

Αύγουστος, φώτα στην παραλία/ τα πλοία φεύγουν για τα νησιά./ Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία./ Με γέλασες και είναι αργά./ Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας/ στην παραλία τη σκοτεινή./ Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,/χάθηκες μέσα στη βροχή…