Το θέατρο του παραλόγου οριακά πια μπορεί να περιγράψει αλληγορικά το τι ζούμε κάθε μέρα. ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’ του Σάμιουελ Μπέκετ, με το υπέροχο κείμενο και τους διαλόγους των δυο πρωταγωνιστών που περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ, είναι ό,τι πρέπει για την εποχή μας. Ο Γκοντό δεν έρχεται ποτέ και ο Βλαντιμίρ με τον Εστραγκόν απλά περιμένουν στην άκρη του δρόμου με ζωντανή ελπίδα, ότι θα γίνει η ανατροπή και ο Γκοντό θα εμφανιστεί… Αλλά ποτέ αυτό δεν θα γίνει…  Ο χρόνος κυλάει σαν  μια ένδειξη εξέλιξης, ότι κάτι συμβαίνει, σαν μια ακτίδα φωτός ότι οι δυο ήρωες δεν βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα ραντεβού που δείχνει να μην υφίσταται, με κάποιον που μπορεί και να μην υπάρχει. Ο Γκοντό όμως πουθενά…

‘‘Βγάζουν τα παπούτσια τους, μασουλούν καρότα και γογγύλια, αλλάζουν καπέλα, μέχρι και να αποπειρώνται, ανεπιτυχώς, να κρεμαστούν, φέρουν μαζί τους, ταυτόχρονα, την ενθουσιώδη χαρά και την απέλπιδα λύπη που χαρακτηρίζουν αυτά τα είδη “διασκέδασης”. Γιατί όταν οι ήρωες συνειδητοποιούν, με θλίψη και απελπισία, ότι και πάλι δεν έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για ό,τι περιμένουν, αποφασίζουν απλώς να σιωπήσουν. Προσπαθούν μέχρι και να αποχωριστούν ο ένας από τον άλλον, με την ελπίδα ότι κάτι ίσως να αλλάξει. Αναγκάζονται όμως να επιστρέψουν και πάλι στην κοινή τους μοίρα, καθώς καταλαβαίνουν ότι δε μπορούν να την καταλύσουν προκειμένου να γλιτώσουν από την κλειστοφοβική κατάσταση της κοινής αναμονής τους’’.

Τι περιμένει άραγε κανείς για το μέλλον τούτου του κόσμου με τα όσα ζούμε κάθε μέρα. Το ανθρώπινο είδος δεν μαθαίνει από την ιστορία του, έχει δεσμά ενώ γεννήθηκε με ελεύθερη βούληση, έχει αδιέξοδα παρόλο που έχει επιστήμη, φιλοσοφία και ποίηση, έχει αδερφοφάδες, έχει πείνα μέσα σε ασύδοτη λαιμαργία, έχει πόνο και θυμό παρόλη την πεπερασμένη του φύση, έχει εσωτερικούς φόβους θνητότητας ενώ βιώνει μια αλαζονική αθανασία. Περιμένουμε όλοι κάθε μέρα τον Γκοντό, αλλά αυτός δεν έρχεται… Σαν τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα κλειστοφοβικό σύμπαν, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, όλα τα πράγματα δείχνουν ίδια και εμείς είμαστε ακίνητοι. Αυτός ο φαύλος κύκλος πότε θα φτάσει στο τέλος του και το ανθρώπινο είδος θα ζήσει με τον τρόπο που μας έμαθαν ότι είναι ουτοπία;

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ: ’‘ Δεν είμαστε πια μόνοι, περιμένοντας να νυχτώσει. Περιμένοντας τον        Γκοντό, περιμένοντας-περιμένοντας. Όλο το απόγευμα παλεύαμε μόνοι μας, αβοήθητοι. Τώρα πάει, τελείωσε. Ήρθε καινούρια  μέρα. […] Τώρα ο χρόνος κυλά διαφορετικά. Ο ήλιος θα δύσει, θα βγει το φεγγάρι κι εμείς θα φύγουμε –  από δω’’. (87)