Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Ο Στρατός είναι συνομήλικος με τον πολιτισμό μας. Το «είναι» του παραμένει σταθερό ανά τους αιώνες και μόνο το «φαίνεσθαι» διαφοροποιείται. Η κάθε καινούργια φόρμα του είναι ίσως καλύτερη από την προηγούμενή της, όμως η κάθε παλιά υπακούει στο γενικό στρατιωτικό νόμο «ο παλιός είν΄ αλλιώς».   

Παλαιά η μόνη ίσως θετική στρατιωτική… επέμβαση, που γινόταν στην ειρηνική-πολιτική ζωή της κοινωνίας, ήταν η επίδραση της στράτευσης στη ζωή του νέου ορεσίβιου αγρότη. Η μέρα της στράτευσής του δεν ήταν –όπως και μέχρι σήμερα– μόνο ημέρα θλίψης, ήταν ημέρα σταθμός στη ζωή του. Ήταν το πρώτο και ίσως το «μόνον της ζωής του ταξίδιον». Ο νέος έφευγε άγουρος, φοβισμένος, με φαλκιδεμένα τα ατομικά του δικαιώματα (μέχρι τότε δεν τον άφηναν να πάει ούτε στα καφενεία, δεν τον υπολόγιζαν σαν γαμπρό κ.λπ.) και γύριζε ώριμος αεράτος και ισότιμο μέλος στην κοινωνία των ανδρών! Η στράτευσή του σε ειρηνική περίοδο ήταν ένα φωτεινό πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση και σε πολεμική, πιθανότατα, τροφή των κανονιών και θυσία στον βωμό των συμφερόντων. 

Η καραβάνα και η κουραμάνα ήταν σύμβολα ευωχίας και καταπολέμησης της αθεράπευτης πείνας των ορεσίβιων! Ο νέος έφευγε για το στρατό συνήθως «πετσί και κόκαλο» και γυρνούσε… πετσί και κρέας. Η ξεκούραση, η κουραμάνα και η καραβάνα έκαναν καλά τη δουλειά τους. 

Τα στρατιωτικά ρούχα αναπτύχτηκαν σε δύο φάσεις.  

Πρώτη ήταν επιχώρια λερή φουστανέλα με το φουντωτό τσαρούχι. Δεν ήταν η γαμπριάτικη λευκή φουστανέλα με τις 400 δίπλες, όπως εμφανίζονται σε διάφορες… κωμικοτραγικές εθνικοφρονικές ταινίες.  «Φουστανέλα µου λερή, ποιος λεβέντης σε φορεί».  

Ήταν η εθνική μας στρατιωτική φορεσιά, με την οποία συνδέθηκαν οι μεγάλοι εθνικοί μας θρίαμβοι αλλά και οι μεγαλύτερες εθνικές μας καταστροφές.   

Το ευρωπαϊκό στρατιωτικό ντύσιμο καθιερώθηκε ολοκληρωτικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνέβαλλε πάρα πολύ στον ενδυματολογικό εκσυγχρονισμό του Ευρυτάνα. Ο στρατός ήταν ο πρώτος οίκος μόδας, που αλλοίωσε καταλυτικά την εθνική μας φουστανελοεμφάνιση. 

Ο νέος, στρατευόμενος παρουσιαζόταν στο στρατό κουρελής και βλαχοντυμένος και αποστρατευόμενος εμφανιζόταν στο χωριό κυριλές και φραγκοφορεμένος. Φρόντιζε να είναι τόσο κουρέλια τα ρούχα του όταν παρουσιαζόταν, ώστε μόλις ντυνόταν τα στρατιωτικά αυτά τα πετούσε. Όταν απολυόταν ήταν αγνώριστος. Ήταν ένα ευτραφές μοντελάκι! Το χιτώνιο, το παντελόνι, το πουκάμισο και οι αρβύλες ομόρφαιναν τον ευσταλή νέο. 

Αν ήταν χειμώνας κέρδιζε και τη ευρωπαϊκή χλαίνη, που ήταν το πολιτισμένο υποκατάστατο της αναντικατάστατης κάπας του. Ήταν αυτό το στρατιωτικό είδος που, όντας πολίτης, τον εγκατέλειπε τελευταίο. Πολλές φορές την μεταποιούσε στον τοπικό ράφτη και έτσι αποκτούσε μια κομψή βραχεία. Μεταπολεμικά αντικαταστάθηκε η χλαίνη από το τζάκετ, το οποίο αν τύχαινε να γράφει US ARMY ήταν κορυφαίο απόκτημα.  

Προσωπικά έχω μια καινούργια χλαίνη με έτος κατασκευής το 1952, που γιορτάζουμε μαζί γενέθλια και την εκθέτω εις δημοσίαν θέαν κάθε χρόνο όταν τη φοράω σε κάποια βαριά χειμωνιάτικη μέρα.   

Γενικά οι κουβέντες για το στρατό ήταν πάντα ζωντανές και νοσταλγικές μέχρι τα βαθιά γεράματα, σε αντίθεση με τους περισσότερους συνομήλικούς μου, που όντας στο στρατό μιλάγανε για γυναίκες κι όντας με γυναίκες κομπορρημονούσαν για τα στρατιωτικά τους ανδραγαθήματα. Ένας απόηχος των ηρωικών εποχών που σήμερα εκλείπει κι αυτός.