Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

«Πασών των τεχνών αναγκαιοτέρα η γεωργική» έγραφε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στον Ευρυτάνα τούτο επέβαλλε η πενία, η πείνα και το ένστικτο της επιβίωσης.

Ο παλιός γεωργός δεν ήταν σαν το σημερινό εργαζόμενο. Στο χωράφι «στουμπιόταν» από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός και για το χωράφι προσευχόταν «υπέρ ευφορίας των καρπών της γης».

Ο ηρωισμός του Ευρυτάνα δεν αναδεικνυόταν, όταν πολεμούσε τον κατακτητή, που επιβουλευόταν την ελευθερία του, αλλά όταν ξεχέρσωνε (ξεστρεμμάτιζε, όπως έλεγε) τα κράκουρα για να τα κάνει χωράφια. Αντίπαλο σ΄ αυτήν τη δουλειά δεν είχε τον δασοφύλακα και άλλες υπηρεσίες (που θα είχε σήμερα) αλλά το λίγο χώμα και τα πολλά κράκουρα.

Ο παππούς μου ήταν ο τελευταίος των Μοϊκανών του ξεχερσώματος. Ένα αγαπημένο του χωράφι ήταν περίκλειστο από ελατόδασος, με το οποίο βρισκόταν σε διαρκή αμάχη, με αποτέλεσμα το χωράφι του κάθε χρόνο να μεγαλώνει από λίγο. Στο τελευταίο του ξεχέρσωμα στάθηκε άτυχος.

Είχε αντιδικία μ΄ έναν γείτονα για τα σύνορα και ζήτησε τη συνδρομή του αγρονόμου. Πράγματι ένα απόγευμα εμφανίστηκε στο χωράφι ένας καλοντυμένος κύριος, στον οποίον άρχισε να καταγγέλλει την αδικία σε βάρος του. Όταν τελείωσε του λέει ο καλοντυμένος:

-Εγώ είμαι δασοφύλακας και ήρθα να σε συλλάβω γιατί ξεχέρσωσες όλο το δάσος, κι ο παππούς του λέει ήρεμα:

-Συγχαρητήρια που κατάφερες και πιάστηκες από κρικέλλα και τρως ψωμί ξαπόστατο, όμως τώρα φύγε και άρπαξε το τσεκούρι από κάτω.

Το έμπειρον όργανο κατάλαβε κι έφυγε, αλλά τον τύλιξε «σε μια κόλλα χαρτί» και η αδέκαστος επέβαλλε την τάξη και τη δικαιοσύνη. Μετά από λίγα χρόνια το χωράφι εγκαταλείφτηκε και το δάσος επανακατέλαβε τα εδάφη του.

Ο γεωργός εφάρμοζε ένα αυστηρό σύστημα διαχείρισης του χώματος. Όπου υπήρχαν βράχοι και χώμα, ξερίζωνε τις πέτρες κι έμενε το χώμα. Όπου όμως υπήρχε καθαρός βράχος και χρειαζόταν οπωσδήποτε χωράφι ή κήπο, τότε κουβαλούσε το χώμα από αλλού.

Οι κατηγορίες των χωραφιών ήταν πολλές. Σε πλαγιές και σε γούπατα, σε λογγιές και σε διάσελα, όπου υπήρχε λίγο χώμα, παχύ ή μελίστα, γλινότοπος ή βελαώρα, κρητσίπια ή ξηριάδες, ο Ευρυτάνας έφτιαχνε τα χωράφια του. Ήταν μικρές πεζούλες, που καλλιεργημένες και περιποιημένες φάνταζαν στις πλαγιές των βουνών σαν ένα απίθανο μωσαϊκό. Τα ξερικά και τα ποτιστικά ήταν η πιο ουσιαστική διάκριση των χωραφιών. Η γη και το ύδωρ είναι δυο πανάρχαιες και διαχρονικές αξίες, τις οποίες σε κανέναν κατακτητή κανένας δεν χάριζε.

Τούτη τη γη ποτέ δεν διαφέντεψε τσιφλικάς ή άλλος αφέντης, έχοντας τον Ευρυτάνα γεωργό δούλο, κολλήγο ή δουλοπάροικο. Ο ίδιος ήταν αφέντης και δούλος της γης του και τα συμβόλαια του ήταν σφραγισμένα με τον ιδρώτα του κι επισφραγισμένα από τους κανόνες της κοινότητας που ζούσε. Ο παραδοσιακός νοικοκύρης εξαντλούσε τον Έρωτα στη γη του και στη γυναίκα του. Χωρίς να το ξέρει πειθαρχούσε στο… σοφό Κοράνι που διδάσκει: «η γυναίκα είναι σαν το χωράφι σου, μπες μέσα και όργωσε κατά βούληση» και όχι μόνο… κάθε 14 Φλεβάρη.