Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Μια σπουδαία φάμπρικα του ευρυτάνα νοικοκύρη ήταν το καζαναριό. Φάμπρικα κυριολεκτική από πλευράς των νόμιμων εγκαταστάσεων παραγωγής τσίπουρου και μεταφορικά όταν αναγκαζόταν σε παράνομη λειτουργία.

Γενικά το σώμα του καζαναριού ήταν το μεγάλο ρακοκάζανο με το λουλά του και την κουρήτα ψύξης των ατμών του τσίπουρου, καθώς και την εγκατάσταση φωτιάς, με μια μεγάλη πυροστιά ή δυο μεγάλα κακαβολίθια και βέβαια το τσίπουρο που αποθέωνε την ψυχή του τσιπουροποιού.

Το πρώτο τσίπουρο που εξαγόταν, ήταν το υψηλών βαθμών και επικίνδυνης ποσότητας μεθυλικής αλκοόλης «πρωτοράκι», το οποίο ή πήγαινε για εντριβές ή αναμειγνυόταν με το λοιπό τσίπουρο και το τελευταίο ήταν αυτό με το χλευαστικό όνομα «πορδοράκι», που είχε λίγους αλκοολικούς βαθμούς και πολλή επικίνδυνη μεθανόλη, γι΄ αυτό και οι σοβαροί τσιπουροποιοί σταματούσαν την παραγωγή του. 

Επί τούρκικης σκλαβιάς οι τσιπουροποιοί ήταν ελεύθεροι στο έργο τους και σκλαβώθηκαν από το ελεύθερο ελληνικό κράτος, το οποίο πάντα ευαίσθητο στη σύλληψη της φορολογητέας ύλης από τους φουκαράδες, σφράγισε τα καζάνια και τα ξεσφράγιζε ο αρμόδιος τελώνης, αφού πρώτα ο παραγωγός πλήρωνε την άδεια.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διαβαθμιστεί η ιδιότητα του τσιπουροποιού -τσιπρά ή… τσίπρας για συντομία. Έτσι υπήρχαν:

Πρώτος ο τσιπράς της βαθιάς παρανομίας. Αυτός έστηνε το ρακαριό του σε ρέματα και σε κεφαλόβρυσα. Εκεί χρησιμοποιούσε το άφθονο παγωμένο νερό για να ψύχει το λουλά και εκρύπτετο από τους παντόπτες ρουφιάνους και τον άτεγκτο χωροφύλακα. Προσωπικά δεν ήμουν δράστης τοιούτων παρανομιών, όμως υπήρξα αυτήκοος μάρτυς αντιστοίχων διηγήσεων.

Δεύτερος ήταν ο τσιπράς της απλής παρανομίας. Τούτος ήταν λαθροτσιπουροποιός σε απομονωμένες αγροικίες και καλύβια. Προσωπικά υπήρξα πρωταγωνιστής και δράστης τοιούτων παρανομιών, στην αγροικία του παππού μου στον Αη-Γιάννη και σε αγροτόσπιτο στου Φαντίνου.

Κάποιος -όνομα και μη χωριό- κρυφός ρουφιάνος της αστυνομίας, έστησε το λαθραίο ρακαριό στο χαγιάτι της αχερώνας του. Όμως ένας επίδοξος ρουφιάνος τον κατέδωσε στον ενωμοτάρχη, ο οποίος για να σώσει τον κρυφό του ρουφιάνο -και λαθροτσιπουροποιό- έστειλε έναν επίσημο ρουφιάνο με την εντολή να εξαφανιστεί το σώμα του εγκλήματος, όπερ και εγένετο. Στην αυτοψία, που ενήργησε στη συνέχεια ο ενωμοτάρχης, παρουσία και του επίδοξου ρουφιάνου, πιστοποιήθηκε η ψευδής και συκοφαντική πληροφορία αυτού και ο επίδοξος υπέστη τα δέοντα!

Και τρίτος ήταν ο τσιπράς της νομιμότητας. Αυτός έψηνε στα διάφορα χαγιάτια και οι παρανομίες εξαντλούνταν μέσα στα πλαίσια της ελαστικής εφαρμογής των άτεγκτων νόμων της σύλληψης της φορολογητέας ύλης. Εδώ το ψήσιμο είχε πανηγυρικό χαρακτήρα με κατανάλωση άφθονου τσίπουρου και μεζέδων. Τούτων δεδομένων δεν είναι τυχαίο, που σε κάποια φάση, πρώτα ευρυτανικός λαός και μετά ο ελληνικός, εναπόθεσαν τις τύχες στα χέρια… Τσιπραίων ταγών.

Το παραγόμενο τσίπουρο συνήθως ήταν μονής απόσταξης, τράγιο όπως το λένε οι μερακλήδες καρδιτσιώτες τσιπράδες. Για βέλτιστη ποιότητα, αλλά μειωμένη ποσότητα το απόσταζαν ξανά και ήταν το ματαψημένο. Αποθηκευόταν σε μπότια και μποτίλιες και για μεγάλες παραγωγές σε ρακοβάρελα. Πινόταν με το παγούρι ή με το ρακοπότηρο και συνοδευόταν με τραγούδια της χαράς και της αγάπης και εθνικού μεγαλείου.