Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Τέτοια εποχή, πριν μισό αιώνα, είχα μπει θριαμβευτής στον κόσμο των
γυμνασιακών γραμμάτων, στο ημιγυμνάσιο της Δομνίστας, που στεγαζόταν σε ένα
εγκαταλειμμένο παραγκοειδές μαγειρειό.
Πήγα στο Γυμνάσιο το 1964. Ίσια που πρόλαβα το πηλήκιο, την εγγραφή και την
αγορά μεταχειρισμένων πανόδετων βιβλίων, που πήγαιναν από χέρι σε χέρι. Μετά για
δυο χρόνια έζησα την άνοιξη της εκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης του Παπανούτσου. ώσπου ενέσκηψε
ο βαρύς χειμών της χούντας του Παπαδόπουλου.
Με βάση την προβλεπόμενη σύνθεση είχαμε
επάρκεια καθηγητών -κι όχι όπως σήμερα-, δηλαδή
ένας θεολόγος και μια εξωκοσμική και χαριτόβριτος
νεοδιόριστη γυμνάστρια από τον Πειραιά. Ο πρώτος
-θαυμάσιος άνθρωπος και πανεπιστήμων καθηγητής-
μας εισήγαγε στη μαγεία όλων των μαθημάτων κι
από τη δεύτερη είδαμε πως μπορεί να παλαβώσει μια
κοπέλα του αστικού χώρου στα τσοπάνικα βουνά
μας.
Γενικά η προσωπικότητα και η παρουσία του
δάσκαλου είναι γραμμένη με φωτεινά γράμματα στην ψυχή του λαού. Και όσο πιο
πίσω πάμε έχουμε μεγαλύτερο κοντράστ αντιθέσεων στους δασκάλους. Υπήρχουν
δάσκαλοι πάμφωτοι αλλά και άλλοι που περίσσευε η βαρβαρότητά τους. Στο σχολικό
στρατώνα πρυτάνευε η αρχή “ο μη δαρείς μηδέ παιδευθέτω”.
Σήμερα έχουμε μια εικόνα των δασκάλων με μέσο επίπεδο …φωτισμού.
Προσωπικά ήμουν αντάξιος του στρατιωτικού σχολικού περιβάλλοντος. Όμως επειδή
τάπαιρνα τα γράμματα και ήμουν και μολαήμκος (ήσυχος) ουδόλως εδάρην. Υπό
αυτό το πρίσμα είμαι ανεκπαίδευτος. Δυστυχώς. Άνευ υπερβολής τολμώ να πω ότι
εάν εδαιρόμουν θα ήμουν πιο προσαρμοσμένος στις συνθήκες του βίου μου.
Το, εν χρω κεκαρμένο κι ατσούμπαλο κεφάλι μου, κοσμούσε το πηλήκιο με την
κουκουβάγια. Η λοιπή στολή μου ήταν μια πλεχτή μπλούζα, από προβατίσιο
βροντοτριχιασμένο μαλλί κι ένα τριμμένο ντρίλινο παντελόνι, έτοιμο να δεχτεί τα
πολυπληθή του μπαλώματα. Τα χέρια κατάμαυρα από τις καρυδοπειρατείες της εποχής
και τα πόδια μου, με την προκαδούρα κάποιων ευτελών χωροφυλακίστικων αρβυλών

συμπλήρωναν το μαθητικο-στρατιωτικό μου λουκ. Σαν ποδοβολούσα σπίθιζαν τα
στουρνάρια των καλντεριμιών κι όλοι νόμιζαν ότι αφήνιασε κάποιο
φρεσκοπεταλωμένο μουλάρι.
Οι βουκολόπαιδες εκείνης της εποχής ή θα ειδικεύονταν και θα μεγαλουργούσαν ως
γεωργοί και τσοπάνηδες ή θα μάθαιναν μια τέχνη ή θα σπούδαζαν. Το πηλήκιο ήταν
το σήμα κατατεθέν των τελευταίων. Είχε στο κούτελο μια αθλιόσχημη κουκουβάγια
και τον Αριθμό Μητρώου του μαθητή, σαν τους χωροφύλακες. Κυκλοφορία με
ασκεπές κούτελο σήμαινε αποβολή. Ο αριθμός μητρώου ήταν ο ρουφιάνος, που
κάρφωνε τα παραπτώματα στον Γυμνασιάρχη.
Μια φορά δυο μαθητές παίζανε στο διαφθορείο των σφαιριστηρίων ποδοσφαιράκια
και δυο φύλαγαν τσίλιες, μην και μπουκάρει κάποιος καθηγητής. Όμως οι τσιλιαδόροι
το κωλοβάρεσαν κι ο καθηγητής μπούκαρε. Οι αλητήριοι παίχτες αστραπηδόν
πήδησαν το ανοιχτό παράθυρο κι εξαφανίστηκαν, χωρίς να τους γνωρίσει ο
γκιουλέκας. Όμως ξέχασαν τα πηλήκια τους και την άλλη μέρα τους επιβλήθηκαν οι
δέουσες αυστηρές ποινές.
Τότε μωρέ μαθαίναμε γράμματα, όχι σαν σήμερα!