Πρέπει να ήμουν γύρω στα 14 όταν διάβασα για πρώτη φορά Χρόνη Μίσσιο. Το πρώτο κι ίσως το πιο αγαπημένο μου ήταν το «Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε;» Θυμάμαι ότι έκλαιγα για μέρες και μετά πείσμωσα και ήθελα να διαβάσω όσα περισσότερα βιβλία ιστορίας μπορούσα για να καταλάβω. Να καταλάβω τι στο καλό συνέβη σε αυτόν τον κόσμο.
Ένα από τα πράγματα που με μάγεψαν στη γραφή του Μίσσιου, δεν ήταν μόνο η αμεσότητα και ο τρόπος της αφήγησης των γεγονότων που σε ‘έμπαζε’ για τα καλά στην κατάσταση που περιέγραφε, αλλά και το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος πάλευε από μικρό παιδί, ενώ έμαθε γράμματα, στο Γεντί Κουλέ όπου συνέπεσε με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, που ήταν επίσης καταδικασμένος σε θάνατο, ως στέλεχος της ΕΠΟΝ και μαζί με μια παρέα μορφωμένων επονιτών τον βοήθησαν να μάθει γραφή και ανάγνωση. Να σημειωθεί ότι η φυλακή και εξορία ήταν από το 1953 μέχρι το 1973, με μικρά διαλείμματα και τα βασανιστήρια φριχτά. Έφυγε από τη ζωή στις 20 Νοεμβρίου 2012.
Έγραφε ο Μίσσιος: «Όταν συνειδητοποίησα ότι δε μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μη με αλλάξει αυτό.
Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα.
Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε “άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα”. Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο…»
«Εκείνο που μπορώ να υποστηρίξω το υποστηρίζω: ότι ο μόνος δρόμος, ο οποίος δεν μας οδηγεί σε κανένα λάκκο, σε καμιά λακκούβα, σε κανένα κακό συναπάντημα, είναι ο δρόμος της αγάπης, είναι ο δρόμος της τρυφερότητας, είναι ο δρόμος της κατανόησης, είναι ο δρόμος της υπεράσπισης της διαφορετικότητας του άλλου! Αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Αν τον ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο δεν κινδυνεύουμε. Ούτε εμείς ούτε οι συνάνθρωποί μας.
Να ‘σαι άνθρωπος δημιουργικός και ευαίσθητος. Και να αγαπάς. Να αγαπάς! Να μπορείς να μετατρέπεις κάθε μέρα την αγάπη σε αγαπημένο. Η φρέζα μου που είναι εκεί φυτεμένη την αγαπάω, την βλέπω κάθε πρωί, καταλαβαίνεις; Ή έναν συγκεκριμένο άνθρωπο… Όλα τα άλλα… Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική σας σκέψη…»
Μα πόση τρυφερότητα μέσα από τόσο σκληρή ζωή! Πάντα μιλάει στην καρδιά μου ο λόγος του, η αλήθεια του, το βίωμά του, η ταπεινή ακεραιότητά του.
Η σκηνή που αρνήθηκε να χαμογελάσει μπροστά στον διευθυντή της Ασφάλειας, με αποτέλεσμα να πάει για έξι χρόνια στη φυλακή, έδωσε και τον τίτλο:
«Η εξουσία των νικητών, το εφιαλτικό κράτος, ζητούσε από μένα τον παρία, που χρόνια και χρόνια προσπάθησε να με εξοντώσει, “απλώς” να του χαμογελάσω. Του λέω, κοίτα να δεις, δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο, θα χαμογελάσω από ευτυχία για την αχρήστευση της βίας, θα χαμογελάσω για τον αδερφό μου τον άνθρωπο, για σας θα μου ήταν πιο εύκολο ένα δάκρυ. Ελπίζω αφού μου το ζητάτε, να καταλαβαίνεται γιατί αρνούμαι να χαμογελάσω. Παρόν στη συζήτηση και ο Αρτέμης. Ήθελε κάνα δυο μήνες να βγει στη σύνταξη και τον είχαν μόνιμο χαφιέ στα κρατητήρια. Όπως σου είπα, τον ήξερα από πιτσιρικάς, μια γειτονιά. Ποτέ δεν βασάνισε άνθρωπο, αντίθετα όπου μπορούσε και πέρναγε από το χέρι του, βοηθούσε. Τώρα λοιπόν ο Αρτέμης ακούει τον διοικητή του που μου ζητάει να χαμογελάσω απλώς και να με αφήσει να πάω σπίτι μου και εντελώς αυθόρμητα από αγάπη για μένα, γυρίζει παρουσία όλων και λέει: “Χαμογέλα, ρε μαλάκα, τι σου ζητάνε;” Tον κοίταξα στα μάτια και του λέω, τίποτα, ρε Αρτέμη, απλώς, υπάρχει και το ζεϊμπέκικο. Το μάτι του είχε μια γυαλάδα…»