Γράφει ο Κώστας Μπουμπουρής: Όταν σιγούν οι μεγάλες λαϊκές φωνές

579

Παραμονές Χριστουγέννων έφυγε ο Βασίλης Καρράς (1953-2023), σπουδαίος λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός, ποντιακής καταγωγής (Βασίλης Καζογλίδης).

Από φτωχή οικογένεια, βιοπαλαιστής, αυτοδίδακτος και από την ηλικία των 16 ετών ανέβηκε στο πάλκο. Οι δίσκοι του έγιναν χρυσοί και πλατινένιοι.

Εκτός της καλλιτεχνικής του ακτινοβολίας και προσφοράς, ο Βασίλης Καρράς ήταν εξαίρετος χαρακτήρας και άνθρωπος με μεγάλο έμπρακτο ενδιαφέρον για τον τόπο του κι όχι μόνο. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά αντ’ αυτού θα χρησιμοποιήσω αυτούσια τα λόγια διαδικτυακού μου φίλου, για το ποιόν του ανθρώπου, που μου έκαναν τρομερή εντύπωση:

«Πριν από μερικές δεκαετίες είμαι φαντάρος σε ένα μικρό στρατόπεδο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μεσοτοιχία με νυχτερινό κέντρο, που τότε εμφανιζόταν ο Βασίλης Καρράς, στα πολύ πάνω του με ”νύχτα ξελογιάστρα” και όχι μόνο.

Πρώτη βραδιά της σεζόν, σκαστοί ανάμεσα σε σκοπιές, πάμε με 2 ”σειρές” κατά τις 12 τα μεσάνυχτα, να δούμε τι παίζει. Ως κουλτουρο-μεταλο-πανκο-φρικιό κυριολεκτικά με πήγαν με το ζόρι, ”έλα δίπλα είναι”. Ο Βασίλης ήδη έμπειρος στη νύχτα, μας πήρε χαμπάρι τα πρώτα λεπτά: ”Καλώς τα φανταράκια’’. Στο μισάωρο και καθώς τελείωναν τα ποτά – τα οποία πληρώσαμε με λεφτά που (δεν) είχαμε, σκάει ο σερβιτόρος με μπουκάλι και όλα τα συναφή ξηροκάρπια, φρούτα κλ.π. ”Απ’ τον κυρ Βασίλη’’.

Σηκώνουμε ποτήρια για το ”εις υγείαν’’ και ο ίδιος αφιερώνει όλη τη βραδιά ‘’στα ελληνικά στρατά του τραπεζιού Χ’’. Δε θυμάμαι τον αριθμό.

Γύρω στις 4, ετοιμαζόμαστε να επιστρέψουμε στο στρατόπεδο, φεύγει από τη σκηνή και φτάνει στην έξοδο πριν από μας, μας πιάνει την κουβέντα.

Του λέμε ότι είμαστε σκαστοί και ο ένας μας, είχε σκοπιά στις 4 και πρέπει να γυρίσουμε  πριν μας πάρουν χαμπάρι κ.λ.π. Χωρίς άλλη κουβέντα, απευθύνεται στο αφεντικό (ή αυτόν που εκτελούσε χρέη αφεντικού) και του κάνει : ‘’Το τραπέζι Χ από σήμερα είναι ρεζερβέ για τα παιδιά. Έρθουν, δεν έρθουν. Κι από μένα ένα μπουκάλι ότι πίνουν κάθε βράδυ’’.

Τους επόμενους μήνες, όσο βρισκόμουν εκεί ανάμεσα στις σκοπιές (κύριε διοικητά μου) ήμασταν εκεί. Τρια έως έξι άτομα στο Χ τραπέζι, ανάμεσα στις βάρδιες. Μέχρι τότε η κοντινότερή μου σχέση με μπουζούκι(α) ήταν κάνα ρεμπέτικο (κυρίως απ’ τα απαγορευμένα, τι κουλτουριάρηδες είμεθα).

Αλλά με έκανε να αναθεωρήσω ο ‘’κύριος Βασίλης’’. Σε μια εποχή που κάθε μέρα ήταν μια εν δυνάμει μέρα γλεντιού (με όλες τις υπερβολές που συνεπαγόταν αυτό) είδα έναν ολόκληρο κόσμο, με τα καλά και τα κακά του. Με τους ‘’από πάνω’’ και τους ‘’από κάτω’’, με αυτούς που κυριολεκτικά πέταγαν πεντοχίλιαρα και αυτούς κι αυτές που ίδρωναν για ένα (καλό ακόμα τότε) νυχτοκάματο. Μια πλευρά της ελληνικής κοινωνίας άγνωστη έως τότε σ’ εμένα. Και πέρα απ’ τα οποία στερεότυπα και τους – ειδικά εκείνα τα χρόνια, πολύ έντονους – διαχωρισμούς, ναι υπάρχουν τα πάντα παντού. Καλό ταξίδι, κύριε Βασίλη, και σ’ ευχαριστώ για το μάθημα ζωής’’ (Μάριος Αυγουστάτος).