Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com

«Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών και των γρύλων.»
Γ. Ρίτσος

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: «Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.»

[…]Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα./ Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα./ Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο./ Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα./ Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ./ Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε./ Mόνο που ‘ναι πιο δύσκολο./ Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει./ Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.

Κ. Π. Καβάφης: «Να μείνει»

Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,/ ή μιάμισυ./ Σε μια γωνιά του καπηλειού·/ πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα./ Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο./ Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε./ Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης./ Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας/ είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,/ που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις./
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν — πολλά δεν ήσαν/ γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας./ Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα/ στα μισοανοιγμένα ενδύματα·/ γρήγορο σάρκας γύμνωμα — που το ίνδαλμά του/ είκοσι έξι χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε/ να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.

Φ. Γκ. Λόρκα  «Μπαλάντα μιας μέρας του Ιουλίου»
“Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών./ Πού πας, ομορφούλα μου,/ Χιονούλα και ήλιε;/ Πάω στις μαργαρίτες/ του πράσινου λιβαδιού./ Δε φοβάσαι/ που αλαργεύεις μόνη;/ Ούτε ο ερωδιός ούτε ο ίσκιος/ φοβίζουν τον έρωτα./ Τον ήλιο να φοβάσαι, ομορφούλα μου,/ χιονάτη κόρη./ Έχει φύγει η καρδιά μου,/ για πάντα./ Ποια είσαι, λευκή κόρη,/ κι από πού έρχεσαι;/ Γυρίζω από τους έρωτες/ κι από τις κρήνες./ Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών./ Τι έχεις στα χείλη σου/ που τα φλογίζει;/ Το άστρο του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει./ Τι έχεις στο στήθος σου/ λεπτό κι ωραίο;/ Το σπαθί του καλού μου/ που ζει και πεθαίνει./ Τι λεν τα μαύρα μάτια σου,/ σοβαρό και βαθύ;/ Τη σκληρή απελπισιά μου/ που πάντα πληγώνει./ Γιατί φοράς μαύρο/ του θανάτου μανδύα;/ Αλίμονο, είμαι θλιμμένη/ κι άκληρη χήρα,/
του κόντε της Δάφνης/ της Ροδοδάφνης./ Αφού κανέναν δεν αγαπάς,/ τι ψάχνεις εδώ;/ Το σώμα του όμορφου κόντε μου/ της Ροδοδάφνης./ Ψάχνεις λοιπόν τον έρωτα να βρεις/ άπιστη χήρα;/ Σου εύχομαι να τον βρεις./ Τα άστρα του ουρανού/ είναι οι πόθοι μου,/ σ’ αυτά θα βρω τον εραστή μου/ που ζει και πεθαίνει./ Αναπαύεται μες στο νερό,/ χιονάτη κόρη/ σκεπασμένος με νοσταλγίες/ κι άσπρα γαρίφαλα./ Αχ, ιππότη περιπλανώμενε/ στα κυπαρίσσια,/ μια νύχτα φεγγαρόφωτη/ σου χαρίζει η ψυχή μου./ Ω, Ίσις ονειροπαρμένη!/ Κόρη δίχως γλύκα,/ με στόματα παιδιών/ λέει τις ιστορίες της./ Την καρδιά μου σου δίνω./ Μια καρδιά ήρεμη/ πληγωμένη από το βλέμμα/ των γυναικών./ Γενναίε ιππότη,/ ο Θεός μαζί σου./
Πάω να βρω τον κόντε/ της Ροδοδάφνης./ Αντίο, δέσποινα μου,/ κοιμισμένο ρόδο,/εσύ πας στον έρωτα/ κι εγώ πάω στο θάνατο./ Ασημένια κουδουνάκια αντηχούν/ στο λαιμό των βοδιών./ Η καρδιά μου αιμορραγεί,/ κόκκινη κρήνη”.