Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

Συνέχεια…

[…] «Πονηρά, άστατος, είρων, γοητεύουσα με τον τρόπον και απογοητεύουσα με τον λόγον, θωπεύουσα με το βλέμμα και σχίζουσαν με την γλώσσαν, είχε πολλάς δωδεκάδας εργολάβων, εις όλους έδιδεν ελπίδας, και όλους τους επερίπαιζε. Τοιαύτη ήτο η χαϊδεμένη Κούλα. Έγινεν η παρουσίασις. Ο ανθυπασπιστής εμαγεύθη από τας δύο νεάνιδας και δεν ήξευρε ποίαν να πρωτοαγαπήσει. Απήλθεν μετά ημίσειαν ώραν, αιχμαλωτισμένος, λαβών πρόσκλησιν να έλθη μίαν των νυκτών τούτων της τελευταίας εβδομάδος της Απόκρεω, ότε κατά πάσαν εσπέραν εγίνετο συναναστροφή και χορός.
Την τελευταίαν εσπέραν της Τυρινής του έτους 188… εχόρευσαν τόσον εις του κυρ Ζαχαρία, ώστε ήτο φόβος μη πέσει το σαθρόν σκωληκόβρωτον πάτωμα της παμπαλαίου οικίας επί των κεφαλών της κυρα-Κατίγκως της Χρίσταινας, της γραίας Βασιλικής της Λεμονούς και της Σταματούλας της Γεμενίτσας, το μόνο μέσον δι’ ου αι τρεις αύται θα έπαυον διά πάντοτε τους καθημερινούς καυγάδες των.
Η ανατολική θύρα της οικίας δεν επρόφθανε ν’ ανοίγει και να κλείει. Εισήρχοντο κατά ζεύγη, κατά ομάδας, άνδρες, γυναίκες, μετημφιεσμένοι και άλλοι, προσωπίδες και πρόσωπα. Έτριζεν η θύρα με τους στροφείς, εστέναζε το πάτωμα, αντήχει ο διάδρομος, εβόμβει η αίθουσα από το πλήθος των προσκεκλημένων. Αι δύο νεάνιδες δεν επρολάμβανον να τρέχωσιν ανά παν δεύτερον ή τρίτον λεπτόν εις την θύραν, προϋπαντώσαι τους ερχομένους, ή προπέμπουσαι τους τυχόν απερχομένους, να επιστρέφωσιν εις την αίθουσαν, περιποιούμεναι τους μένοντας, να μεταβαίνωσιν εις τα δωμάτια, ανταλάσσουσαι ομιλίας με τους οικειοτέρους. Και ο χορός έπαυε και ανενεούτο κάθε δέκα λεπτά. Η Κούλα εχόρευεν ως να είχε πτερά εις τους πόδας, εκλέγουσα αυτή δια νεύματος τους συγχορευτάς της, επιτρέπουσα ως βασίλισσα να την παρακαλέσωσι να χορεύσει. Η Μέλπω εδέχετο πάσαν πρόσκλησιν, συμπονετική, μη θέλουσα ν’ απορρίψει κανενός την παράκλησιν. Και η αυλή και η κλίμαξ εφεγγοβόλει, και από όλα τα παράθυρα εξήρχοντο ήχοι μουσικής, ως να ήτο η οικία όλη γιγαντιαίον κύμβαλον εναρμονίως ηχούν εκεί εις το ανασηκωμένον κράσπεδον της παλαιάς πόλεως. Και όταν επί μίαν στιγμήν έπαυον τυχόν οι τόνοι της μουσικής, τότε, έξωθεν της αυλής ηκούετο μελαγχολική καντάδα των κιθαρωδών της γειτονιάς, όσοι διά τινα αφορμήν δεν ήσαν δεκτοί ν’ ανέλθωσιν εις την πολυθόρυβον και φιλόκοσμον οικίαν. Τότε η Κούλα ύψωνε αορίστως το υγρόν όμμα εις το κενόν, ενώ η Μέλπω ηκούετο ψιθυρίζουσα με τους οδόντας της: «Οι καημένοι!»
Ερρέμβαζεν εξηπλωμένος επί της κλίνης του, ο Σπύρος ο Βεργουδής, πτωχός σπουδαστής, πρωτοετής της φιλοσοφικής σχολής, όστις και αν ήθελε να εισέλθει εις τον κόσμον δεν είχε τα μέσα.
Είναι αληθές ότι αι δύο κόραι τον είχον προσκαλέσει να μετάσχει της εσπερινής διασκεδάσεως, αλλά πώς να υπάγει αυτός, δειλός, άπειρος του κόσμου, κακοφορεμένος, εν μέσω τόσων αγνώστων; Έπειτα προς την μίαν αυτών, την Κούλαν, έτρεφε αβρόν συναίσθημα ερωτικόν, και ήτο ζηλιάρης• δεν θα ηνείχετο να την βλέπει να χορεύει με τόσους και τόσους… και αυτός να μην ηξεύρει ευρωπαϊκόν χορόν! Είχε δειπνήσει την εβδόμην ώραν κι επειδή την εσπέραν εκείνην ενωρίς τα καφενεία έκλεισαν, ησθάνετο δε και ελαφρόν πόνον εις τους οδόντας, απεσύρθη από της ογδόης εις το δωμάτιόν του με το παράπονον εκείνο, οίον ο ξένος έχει μέσα του εις τοιαύτας ημέρας».

Συνεχίζεται*