Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

                  Πρωινή προσευχή το Πάσχα, Mykola Pymonenko 1891

Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.

 «Εαρινή Συμφωνία» (αποσπασμα), Γιάννης Ρίτσος
Άκου τα σήμαντρα/των εξοχικών εκκλησιών./Φτάνουν από πολύ μακριά/ από πολύ βαθιά./ Απ’ τα χείλη των παιδιών/απ’ την άγνοια των χελιδονιών/απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής/απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες/των ταπεινών σπιτιών./Άκου τα σήμαντρα/των εαρινών εκκλησιών./Είναι οι εκκλησίες/που δε γνώρισαν τη σταύρωση/

και την ανάσταση./Γνώρισαν μόνο τις εικόνες/του Δωδεκαετούς/που ‘χε μια μάνα τρυφερή/που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι/έναν πατέρα ειρηνικό που ευωδίαζε χωράφι/που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα/της επερχόμενης Μαγδαληνής./Χριστέ μου/

τι θα ‘τανε η πορεία σου/δίχως τη σμύρνα και το νάρδο/στα σκονισμένα πόδια σου;».

«Μαγδαληνή», Ντίνος Χριστιανόπουλος
Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του,/πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω./Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,/στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙/κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι./Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του./ Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ το Ναό στο λιμάνι/κι απ’ την πόλη στο Όρος των Ελαιών./Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση./
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου./Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του,/μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,/μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω./Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,/ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο./Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙/κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ‘ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει./Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια/κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο/εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».

«Εσπερινός  της αγάπης», Γιάννης Βαρβέρης
Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει./Σταθμός Πελοποννήσου/κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι/μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα./Είμαστε γέροι πια κι οι δυο/
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα/πιο γέρος./Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;/Μέσα σε μια βδομάδα/δεν απόμεινε κανείς./Ήταν Μεγάλη βέβαια/γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-/θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;/Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα/θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει./Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα./Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε/σ’ ένα παγκάκι/αθάνατοι/καθώς νυχτώνει;

«Χριστός  Ανέστη», Μιχάλης Γκανάς
Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι/θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης/
κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια/τόσο σωπαίναν δε φυσούσε/μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου/νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά/και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη./Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε/ σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο. Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδερφός της,/έσταζε το βρακί και το παγούρι του/―Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε/κόντευε χρόνο πεθαμένος./Γύρισε να μας δει κι έφεξε ο τόπος/σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.