Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

Συνέχεια…

«Τούτων τινές ηγάπων μάλλον την Μέλπω, άλλοι μάλλον την Κούλαν• οι δε πλείστοι τας ηγάπων και τας δύο. Πολλοί αυτών ήσαν εκ των γνωρίμων της οικίας, αλλ’ εάν ήσαν προς καιρόν, εκ μικράς παρεξηγήσεως, εις δυσμένειαν, ή εάν εκ του πλήθους των επισκεπτών, δεν υπήρχε δι’ αυτούς χώρος εν τη συναναστροφή μιάς εσπέρας, έπαιρναν την κιθάραν των, τα μανδολίνα των, τες φυσαρμόνικες των, και με τους φθόγγους της μουσικής εζήτουν ν’ αποκοιμίσωσι τον πόνον της καρδίας.
Την ημέραν εκείνην, μεσοβδόμαδα της Τυρινής, είχον αυξήσει, ως πάντοτε, κατά μονάδας τινάς, αι γνωριμίαι της οικίας. Μεταξύ άλλων είχεν έλθει ανθυπασπιστής νεαρός, ξανθός, με αγκιστροειδή μύστακα, όν είχε εισαγάγει είς των τριτεξάδελφων της οικογενείας. Δυστυχώς αι δύο νεαραί κόραι έλειπαν. Είχον εξέλθει συνοδευόμεναι υπό δύο ανεψιαδών της μητρός των δια να κάμωσιν οψώνια εις την οδόν Ερμού. Εις την οικίαν ευρίσκετο μόνη η γραία, ήτις εκάπνιζεν το τσιγαρέτον της εις το μαγειρείον, η υπηρέτρια, ήτις εσκούπιζε τας δύο κλίμακας, και το μέρος της αυλής, το έξω της δικαιοδοσίας των τριών πλυντριών, και ο κυρ Ζαχαρίας, ο οικοδεσπότης, ιδιότροπος γέρων, ζων από τα ολίγα εισοδήματα των δύο οικιών και τριών μαγαζιών του, τον οποίον, αν ήκουε τις, αιωνίως μεμψιμοιρούντα, φωνάζοντα, επιπλήττοντα, θα έλεγε, «Να αυστηρός πατέρας!» Και όμως, τα της οικίας εκυβέρνων η γραία και αι δύο κόραι, όλαι δ’ αι φωναί του γέροντος ήσαν μόνον ήχος και πάταγος δια ν’ ακούεται. Οι τέσσαρες νέοι δεν εμαζεύοντο ποτέ εις την οικίαν. Ο τριτότοκος είχε νυμφευθεί ήδη, δεκαοκταέτης, άνευ της αδείας των γονέων του, ο δε υστερότοκος είχε σχέσεις με μίαν οικογένειαν, όπου διημέρευε, προτιμών να φοιτά εκεί μάλλον παρά εις την β’ του γυμνασίου• ο πρωτότοκος ήτο υπάλληλος μιας των Τραπεζών, τρεφόμενος από την οικίαν και δαπανών αλλού τους μισθούς του, ο δευτερότοκος ήτο λοχίας του πεζικού. Ως και ο κουμπάρος, ο μόνος, όστις είχεν εγκαθιδρυθεί εις την οικίαν, ως εις οικίαν του, επί τη προφάσει ότι δεν είχεν οικογένειαν ιδικήν του, ενώ είχε τρία νόθα τέκνα έκ τινος απατηθείσης πτωχής, ο ασυνείδητος, δεν ευρέθη παρών, ήτο εις τας εργασίας του, κατά την ώρα της επισκέψεως του ανθυπασπιστού. Με πολλήν του δυσαρέσκειαν, ο κυρ Ζαχαρίας, ηναγκάσθη να δεχθεί αυτός την επίσκεψιν του τριτεξάδελφου, του οδηγούντος τον νεαρόν στρατιωτικόν. Ο ξανθός σπαθοφόρος είχεν ιδεί εις εμπορικόν τας δύο αδελφάς, όπου είς των φίλων του τού τας έδειξε, λέγων περί αυτών πολλούς αμφιβόλους επαίνους. Αι δύο νεάνιδες τού ήρεσαν. Είτα πάλιν τας επανείδεν εις τον περίπατον, ότε ο μετ’ αυτού συμπεριπατών τας εχαιρέτισεν, εξηγήσας αυτώ ότι ήσαν εξαδέλφαι του. Ο ανθυπασπιστής του είπεν: «Έμαθα ότι είναι πολύ κοινωνικές, ότι έχουν ανοικτό σπίτι». «Θέλεις να σε συστήσω; του είπεν ο εξάδελφος, όρεξη να’ χεις• θα ευχαριστηθούν πολύ, γιατί έχουν κι’ αυτές έναν αδελφόν λοχίαν». Και την επαύριον τον ωδήγησεν εις την οικίαν.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα εις τον πρόδρομον. Ήσαν αι δύο νέαι, επιστρέψασαι από της οδού Ερμού, συνοδευόμεναι υπό των δύο ανεψιαδών. Εισήλθον ελαφραί, χαρίεσσαι, μετ’ ιδιορρύθμου κομψότητος ενδεδυμέναι, με αλλόκοτους το σχήμα πίλους και με κόκκινα πτερά, η Μελπομένη καστανή, κοντούλα, ευτραφής, χλωμή, αισθηματική, ρωμαντική, η Κυριακούλα, στακτερόξανθος, υψηλή, λιγνή, ισχνή, με ζωηροτάτους ηδυπαθείς οφθαλμούς, οίτινες ήσαν απροσδιορίστου χρώματος κι εφαίνοντο διηγούμενοι μυρίας ιστορίας».

Συνεχίζεται*