Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

Συνέχεια…

«Την εσπέραν πάλιν, ο Σπύρος ο Βεργουδής θα εύρισκε δουλειάν, αν ήθελε, με σβηστήν την λάμπαν, να μένει εις το ανώγεων δωμάτιόν του και να ίσταται όπισθεν του ανατολικού παραθύρου, κατασκοπεύων τους εισερχομένους, ή να κολλά το ούς εις την κλειδότρυπαν, ακροώμενος λόγους και κρότους και ψιθυρισμούς. Αύτη ήτο η κυρία είσοδος της οικίας, δι’ ης εισήρχετο και αυτός εις το πενιχρόν δωμάτιόν του, είσοδος επίσημος, δια της οποίας έμβαιναν όλοι οι συγγενείς, φίλοι και γνώριμοι της οικίας, κατά εκατοντάδας αριθμούμενοι. Και αν ήθελε να μεταβή προς στιγμήν εις το άλλο παράθυρον του δωματίου του, προς μεσημβρίαν βλέπον, απ’ εκεί θ’ αντίκρυζε την άλλην, την μικράν είσοδον, συνεχομένην με το μαγειρείον, όπου διημέρευε συνήθως η κυρία Ζαχαρού, η μήτηρ της οικογενείας, καπνίζουσα ανέτως τα τσιγαρέτα της. Ήτο οικία όπου ηδύνατό τις να παίξει εν ανέσει το κρυφτάκι, και άλλας παιδιάς. Δύο άνθρωποι, ο πρώτος κυνηγούμενος υπό του δευτέρου, ή αδιακρίτως κυνηγούντες αλλήλους, χωρίς να φαίνεται τις ο διώκων και τις ο φεύγων, ηδύναντο να εισέρχονται και να εξέρχονται αλλεπαλλήλως δια των δύο θυρών, επί ημέρας και νύκτας, χωρίς ο είς να φθάσει ποτέ ή ν’ αντικρύσει τον έτερον.
Και αν επέστρεφε πάλιν προς το παράθυρον το ανατολικόν, ή προς την μικράν του θύραν, και επεσκόπει την κυρίαν είσοδον, εκεί ήκουεν, άμα ενύκτωνε, κάθε πέντε κάθε δέκα λεπτά, να κρούεται η θύρα, και εισήρχοντο οι επισκέπται, και τότε ήκουε καλησπέρες και χαιρετισμούς και προσρήσεις, κι ενίοτε φιλήματα… μεταξύ γυναικών, οία συνηθίζουσι φορτικώς ν’ ανταλλάσωσιν αι απόγονοι της Εύας, κατά τα εξιππασμένα και φραγκοποτισμένα ήθη μας. Σπεύδω να είπω, προς καθησύχασιν του αναγνώστου, ότι τα ήθη της οικογενείας, περί ης ο λόγος, ανειμένα κατά το φαινόμενον, πράγματι ήσαν αυστηρά. Αλλ’ η οικία έπλεεν εις το μεταίχμιον το αόριστον και αβέβαιον, εις το λυκόφως εκείνο, μεταξύ παραδόσεως και νεωτερισμού, όπερ ως λυκόφως δεν δύναται να διαρκέσει, αλλ’ αναγκαίως θα υποχωρήσει εις τον ζόφον και θα γίνη νύξ. Ήσαν ομολογουμένως άνθρωποι αισθηματίαι, φιλόφρονες, ανοικτόκαρδοι. Γνωρίμους είχαν το ήμισυ της πόλεως και αν ημέρα παρήρχετο χωρίς ν’ αυξήσωσι κατά μίαν τουλάχιστον τας γνωριμίας των, αι δύο κόραι θα εθεώρουν ως χαμένην την ημέραν εκείνην.
Επειτα, ήσαν αι ημέραι της Απόκρεω, και ο κόσμος έξω διεσκέδαζε. Μόλις ενύκτωνε, και ο νέος, ο μονάζων εν τω δωματίω του, ήκουε φωνάς, άσματα, κιθαρισμούς, έξω της αυλής. Και αν επ’ ολίγα λεπτά έμενεν έρημος εισερχομένων επισκεπτών ο μικρός πρόδρομος, και ο άγριος νέος ετόλμα να εξέλθει έως τον εξώστην με την παλαιάν λιθίνην κλίμακα, τον ζευγνύοντα την οικίαν με τον τοίχον της αυλής, και προέκυπτε την κεφαλήν δια της αυλείου θυρίδος, της φραγμένης με σίδηρα, ως θυρίδος ειρκτής, δια να κοιτάξει εις την οδόν, θα έβλεπε, κατά ζεύγη, κατά τετρακτύας, κατά εξάδας, ισταμένους τους κιθαρωδούς της νυκτός κάτωθεν της θυρίδος, επί του όχθου της ανωφερούς οδού, εξαγγέλοντας «εν χορδαίς και οργάνω» τα αιώνια παράπονά των κατά της σκληρότητος των δύο νεανίδων. Διότι όλοι οι νέοι της γειτονιάς, και όχι ολίγοι από άλλας συνοικίας ήσαν ερωτευμένοι με τας δύο αδελφάς. Τούτων τινές ηγάπων μάλλον την Μέλπω, άλλοι μάλλον την Κούλαν• οι δε πλείστοι τας ηγάπων και τας δύο».

Συνεχίζεται*