Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός,

theofanhspap@outlook.com

‘‘Πάρε τη λέξη μου. Δώσε μου το χέρι σου.’’

Α. Εμπειρίκος

Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε πως ο Ανδρέας Εμπειρίκος αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο κεφάλαιο στην νεοελληνική ιστορία. Όμως η πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή. Το 1926 -1931 βρίσκεται στο Παρίσι όπου συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει η ψυχανάλυση με τον Rene Laforgue. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1935 δίνει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη «Περί σουρεαλισμού» και τον Μάρτιο της ίδιας χρονιά εκδίδει την «Υψικάμινο» – το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο.

«ΟΙ ΔΟΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΙΜΟΔΕΤΟΥ». Η άμμος της είναι απίστευτη. Χαρωπό το πρόσωπο της και το κάθε φύλλο της δεντροστοιχίας της καθηλωμένο. Πέρα από το στέαρ της κυπελλοφόρου αμάξης ο ουρανός της έγινε σαν μάτι μυρμηκιώντος κόμπου και χωρίς κόπο και χωρίς καπίστρι επανέρχεται μαζύ μας ο ζυμωτής των μεμακρυσμένων φόνων. Ο κήπος φέρει τα ίχνη μας προς την δυτική παλάμη του εξογκωμένου δρόμου και κλαίει η μικρή θρυαλλίς ανέσπερα σκυμμένη σε πάγους μαρασμού σε πάγους μάταιους σε πάγους συσχετιζόμενους με την άδικη συστολή του πανούργου καταπέλτη. Καμιά πομπή δεν αντηχεί και η λησμοσύνη που θρηνεί τα χτένια τα φαγωθέντα από τον πόντο διαρκεί σαν μια πλεκτάνη στο κέλυφος της συστηματικής ανιστορήσεως του στήθους.

Τον Μάρτιο του 1935 η έκδοση της «Υψικαμίνου» έπεσε στους φιλολογικούς κύκλους της πρωτεύουσας ως κεραυνός εν αιθρία. Η ελληνική λογοτεχνική κοινότητα, εκ παραδόσεως συντηρητική, αυτή τη φορά δεν φάνηκε πρόθυμη να υιοθετήσει τη νέα λογοτεχνική μόδα, που ερχόταν με μικρή καθυστέρηση από την πνευματική της μητρόπολη, το Παρίσι.

[…] πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο πνευματικός κόσμος αντιμετώπισε το βιβλίο ως γραφική παραδοξότητα και αναλώθηκε σε περιπαικτικά σχόλια εις βάρος του συγγραφέα του. Υπήρξε μάλιστα μια μικρή μερίδα που θεώρησε ότι η Υψικάμινος δεν ήταν παρά μια καλοστημένη φάρσα, η οποία είχε στόχο τη διακωμώδηση της «σκοτεινότητας των νέων συγγραφέων». […](Σωτήρης Τριβιζάς, Το Σουρεαλιστικό Σκάνδαλο. Χρονικό της υποδοχής του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, Εκδόσεις Καστανιώτη)

«ΧΡΟΝΟΣ». Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλαιά του βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο. Η νύχτα συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δέντρου έμεινε σποδός.

Ένας λόγος που συνετέλεσε στη διαπόμπευση της Υψικαμίνου από κριτικούς της τάξεως του Μυριβήλη ήταν και το γεγονός ότι τα 63 πεζόμορφα ποιήματά της δεν είχαν κανέναν εθνικό, ελληνοκεντρικό ή μυθολογικό χρωματισμό. ( Γιώργης Γιατρομανωλάκης )

«Εγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά ,ψεύτικα. Τα ’μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Κι έχω ακόμη μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί, δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός, μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του. Εγώ δεν ήξερα δημοτική, εννοώ «με τα γράμματα» όπως λέμε, ήξερα δημοτική επειδή ήτο η λαλιά του τόπου μου και την άκουγα αλλά η παιδεία μου έγινε εξ ολοκλήρου στην καθαρεύουσα και έτσι ήρθαν στην επιφάνεια αυτά που είχα αφομοιώσει. […](Ανδρέας Εμπειρίκος, «Συζήτηση στην Θεσσαλονίκη», περ.Χάρτης)