Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Τότε που δεν ακούγονταν από παντού τραγούδια από τα ηλεκτρονικά μέσα, τα μουσικά όργανα και οι μουσικοί είχαν την αξία τους. Μπορεί να ήταν πολύ λίγος ο μουσικός ήχος, που απολάμβαναν οι αγροίκοι των βουνών, όμως ήταν γνήσιος, χωρίς παραμορφώσεις στις ραδιοσυχνότητες και καρφωνόταν κατευθείαν στην καρδιά του. Όλοι αξιοποιούσαν και χρησιμοποιούσαν το καλύτερο μουσικό όργανο που εποίησε ο Θεός ιδιοχείρως και που οι πάντες έφεραν από γεννησιμιού τους, τη φωνή τους. Όλοι ήξεραν να τραγουδούν και όλοι μαζί τραγουδούσαν και χόρευαν στα γλέντια. Αν ήθελαν, για τις ανάγκες του χορού, να βελτιώσουν το μουσικό σύνολο, προμηθεύονταν ένα νταούλι για να δίνει το ρυθμό και χόρευαν ξεροντάουλο.

Υπό την έννοια της ενεργού συμμετοχής στα μυστήρια της μουσικής ο παραδοσιακός άνθρωπος ήταν περισσότερο μυημένος από τον σημερινό, που είναι μόνο καταναλωτής ότι μουσικού υποπροϊόντος του σερβίρουν οι σημερινές επιχειρήσεις του είδους. Τούτος δεν περίμενε την κάθε φίρμα να του τραγουδήσει τους καημούς και τις λαχτάρες του, τις τραγουδούσε και τις φιλοτεχνούσε μόνος του.  Από τη τραγουδοχορευτική ομήγυρη κάποιος θα φύσαγε λίγο την κατασκευασμένη από τα χεράκια τους φλογέρα κι έτσι πλούτιζαν μελωδικά έτι περαιτέρω τη μουσική τους ορχήστρα. Με μια πίπιζα ή ζουρνά και αργότερα με κλαρίνο διαμορφώθηκε ένα πλήρες και σοβαρό μουσικό σύνολο ή ζυγιά που κάλυπτε ανάγκες στα πανηγύρια και τις λοιπές μεγαλογιορτές. Όταν η ζυγιά εμπλουτίστηκε με ταμπουρά και βιολί και τελευταία αρμόνιο και κιθάρες διάφορες και κυρίως με επαγγελματία τραγουδίστρια, γεννήθηκε η κομπανία.  

Προσωπικά ευτύχησα ν΄ ακούσω πολλές φορές αυτά τα όργανα «δυστύχησα» όμως να συναναστραφώ με μουσικούς, γιατί στο χωριό κανένας δεν επιδίδετο με το σπορ. Τότε η προμήθεια ενός οργάνου ήταν ακριβή και δύσκολη υπόθεση. Γι΄ αυτό αρκετοί που μαστίζονταν από τη μανία των Μουσών και την πανδημία της φτώχειας επιχειρούσαν να φτιάξουν μόνοι τους ένα όργανο. Ένα εύκολο όργανο, τρόπος του λέγειν, ήταν ο ταμπουράς. Επειδή έμοιαζε με τον κόπανο της γυναίκας τους, πελεκούσαν ένα καλό ξύλο σαν το κόπανο, έσκαβαν το ημισφαιρικό του κεφάλι, έβαζαν χορδές και ο κοπανοειδής ταμπουράς τους ήταν έτοιμος. Έλεγαν οι παρατυμφρήστιοι για τους Κοντογιανναίους κλεφταρματολούς «δώδεκα Κοντογιανναίοι δέκα τρεις ταμπουράδες», χωρίς βέβαια να διευκρινίζουν αν ήταν εξελιγμένοι κόπανοι. Το ίδιο λέγαμε και μεις για τους Γιολδασαίους. Κάποιοι ιδιαίτερα ευφάνταστοι επιχειρούσαν να φτιάξουν βιολί.