Μεγάλη Παρασκευή. Ημέρα του μεγάλου πένθους για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη. Συμβολική ημέρα του αβάσταχτου πόνου της μάνας για το χαμό του παιδιού της, με πρώτη, την Παναγία με το μαρτυρικό θάνατο πάνω στο σταυρό του μονογενή της υιού, του Χριστού μας.

15 Απρίλη 1944, μια ημερομηνία που στιγμάτισε την πόλη του Αγρινίου με τον θάνατο 120 πατριωτών από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους, ως αντίποινα αντιστασιακής πράξης συμπατριωτών τους. Η εκτέλεση έγινε πίσω απ’ την Αγία Τριάδα της πόλης, τους πρωταίτιους τους κρέμασαν δημόσια, τους υπόλοιπους τους ντουφέκισαν ομαδικά. Ήταν πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, τι σύμπτωση!

Έτσι, τούτο το άρθρο επιλέξαμε να το αφιερώσουμε στη μάνα ενός από τους αδικοχαμένους εκείνης της μέρας, του Γιάννη Παπανίκου. Παραθέτουμε  απόσπασμα από   «Το Κουντρί», βιβλίο του υπογράφοντα (σελ.90-91) που αποτελεί γνωστό «αφιέρωμα στην αιώνια μάνα», 2013.

«…Στο κοντινό χωριό Αβόριανη, αχάραγα ακόμα, μια μάνα, χωμένη στις στάχτες του τζακιού πάλευε ν’ ανάψει φωτιά. Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, κι όπως το καλεί ο χαρακτήρας της ημέρας, ήταν θλιμμένη. Ψιλόβρεχε. Ξάφνου ριπές όπλων έσκισαν την ησυχία της αυγής κι έφταναν ως τ’ αυτιά της κι ακόμα πέρα.

Πετάχτηκε αλαφιασμένη κι έπιασε το κεφαλομάντηλο που’χε γλιστρήσει στους ώμους της…

…’Κείνη την ίδια στιγμή ήξερε. Ο πρωτότοκός της, ο Γιάννης της, που έλειπε από τις 17 του Μάρτη, διέτρεχε κίνδυνο. Έδεσε σφιχτά κάτω απ’ το σαγόνι το λυμένο κεφαλομάντηλο και ξεχύθηκε τρέχοντας έξω απ’ το μικρό χαμόσπιτο. Άρχισε να τρέχει προς τις ριπές…

…Πέρασε την Αγία Βαρβάρα, χωρίς να έχει σταθεί ούτε λεπτό. Σταυροκοπήθηκε βιαστικά, μια τελευταία, απελπισμένη προσευχή, «βόηθα τον Παναγία μου !» Πλησίαζε στο βωμό. Κόσμος πολύς μαζεμένος. Έσπρωχνε, εκτόπιζε, πλησίαζε. Εκατό μέτρα μακριά της, σωρός τα πτώματα. Έκανε να προχωρήσει, μια ξιφολόγχη ακούμπησε απειλητικά στο στήθος της.

Κάποιος ανιψιός της, που την ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα, της είπε, «μάλλον δεν είναι ο Γιάννης ανάμεσά τους…» Μέχρι να πάει και να ‘ρθει ένας απ’ τους συνεργάτες των εκτελεστών ανεβασμένος σ’ ένα πεζούλι, ν’ ακούγεται καθαρά, διάβαζε με βροντερή φωνή τα ονόματα των εκτελεσθέντων.

Με σκισμένη την καρδιά στα δυο η μάνα …άκουγε…άκουγε…άκουγε… «Παπανίκος Γιάννης», ο Γιάννης της! Δεν της τον έδωσαν, ν’ αγκαλιάσει το άψυχο κορμί του, να τον πλύνει, να τον χτενίσει, να τον ντύσει γαμπρό, πριν τον παραδώσει στη γη. Να χαϊδέψει τα μαύρα του μαλλιά, ν’ ασπαστεί το πρόσωπό του. Να του βάλει στο πέτο ένα από ’κείνα τα τριαντάφυλλα της αυλής τους, που τόσο του άρεσαν! Της στέρησαν το νυχτέρι του!

Τους παράχωσαν όλους μαζί, εκατόν είκοσι νοματαίους, εκεί πίσω από την Αγία Τριάδα. Η μάνα μαυροφορέθηκε την ίδια μέρα κι όσο ζούσε, τη θυμάμαι πάντα έτσι στα …μαύρα. Κι όταν ήθελε να αναφερθεί στους εκτελεστές του γιού της, έλεγε, «εκείνοι οι Σταυρωτήδες»…

Η δική μας η πέννα, κάπως έτσι φαντάστηκε τη φρίκη εκείνης της μέρας. Για τούτο βέβαια, ένας μεγάλος, ο Γιάννης Ρίτσος, έγραψε για εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή και μας συγκλονίζει συθέμελα : «…Κι ήταν το Αγρίνιο ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα. Κι αντίς καμπάνες απ’ τον όρθρο ως το σπερνό, ντουφεκιές ακούγονταν, κ’ οι κρεμασμένοι σάλευαν καβαλάρηδες του ανέμου κ’ έφευγαν πάνω απ’ το χρόνο και μες στο απόβροχο τη νύχτα της Ανάστασης, τ’ άστρα που βγήκανε, λάμψη δεν είχαν..»

Εμείς τι να πούμε τώρα, ελάχιστο βάλσαμο στην ψυχή μας απ’ την Ανάσταση που ήρθε. Χριστός Ανέστη!

                                             Κώστας Μπουμπουρής

                                        Αστυν.Δ/ντής ε.α.- Συγγραφέας

                                            (k.boubouris@yahoo.gr)

ΛΕΖΑΝΤΑ: “Ο θρήνος της μανας”, φωτο Κ.Μπαλάφα,1943