Ένα αφιέρωμα- οδοιπορικό της LIFO στην Ευρυτανία, με το απαράμιλλης ομορφιάς τοπίο από τη μια, την αγνότητα και την εγκαρδιότητα των μοναχικών κατοίκων των χωριών μας, να μαγεύουν την συντάκτρια του άρθρου Άννα Κοκορη και να θυμίζουν σε μας ότι ο ‘πλούτος’ του τόπου μας είναι ατελείωτος…

‘‘Κάθε φορά που επισκέπτομαι κάποιο απομονωμένο ορεινό χωριό της Ελλάδας για λίγες μέρες, προσπαθώ να μη συμπεριφέρομαι σαν την εκστασιασμένη πρωτευουσιάνα που έφυγε από τη βαβούρα της πόλης και προσγειώθηκε με έναν καπουτσίνο στο χέρι στον απάτητο παράδεισο με την οργιάζουσα φύση και τους φιλόξενους και γεμάτους σοφία τρεις κατοίκους που κατοικούν εκεί μόνιμα. Προσπαθώ να ελέγχω τον ενθουσιασμό μου και να κρατώ τη συγκίνηση για τον εαυτό μου. Όχι απαραίτητα για να αυτολογοκριθώ, αλλά γιατί πάντα με ενοχλούσε η εξωτικοποίηση των ανθρώπων που ζουν με έναν διαφορετικό και πιο παραδοσιακό τρόπο.

Συγκρατούμαι, λοιπόν, να μη βγάζω συνεχώς φωτογραφίες, θέλοντας να αποτυπώσω την έκφραση εκείνων που βιώνουν τη μοναχική ζωή χωρίς εμφανή εσωτερική πίεση, και να μην κρατάω συνεχώς σημειώσεις για κάθε σοφό απόφθεγμα που μοιράζονται για την απώλεια, τη χαρά ή το νόημα της ζωής. Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν τα καταφέρνω πάντα. Έτσι, αυτήν τη φορά, θέλω να μοιραστώ λίγα λόγια για δύο πρόσωπα που γνώρισα και έζησα μαζί τους τρεις μέρες σε ένα ερημωμένο χωριό, ψηλά στα βουνά της Ευρυτανίας.

Το χωριό είναι σαν πίνακας του Μονέ, μισοκρυμμένο πίσω από σύννεφα και κυπαρίσσια, ανάμεσα σε απάτητες, δασώδεις βουνοκορφές, με το καθαρότερο οξυγόνο, τον μαγικό καταρράκτη και 4 ή 5 κατοικήσιμα σπίτια – τα υπόλοιπα είναι γκρεμισμένα από την πάροδο του χρόνου. Δίχως ιατρικό κέντρο ή φαρμακείο, λαχαναγορά ή σουπερμάρκετ, καφενείο, σχολείο ή σήμα. Με ένα εκκλησάκι του προφήτη Ηλία στην κορυφή ενός λόφου και μια μικρή πέτρινη πλατεία με ξεχασμένα σημαιάκια από μια παλαιότερη εθνική εορτή, σκεπασμένη από ξερά, κίτρινα, πεσμένα φύλλα.

Η κ. Αφροδίτη και ο κ. Γρηγόρης, οι «θείοι», όπως τους φωνάζαμε με την παρέα μου, δεν έχουν κάποια συγγένεια μεταξύ τους αλλά γνωρίζονται χρόνια, καθώς είναι μόνιμοι κάτοικοι ενός πανέμορφου ορεινού χωριού – στο οποίο για να φτάσουμε χρειαστήκαμε πολλές ώρες, μπόλικη υπομονή, αρκετές δραμαμίνες και καλό αυτοκίνητο. Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στο ορεινό χωριό της Ευρυτανίας, οι δύο τους μας υποδέχτηκαν στον τόπο τους με μια θέρμη που εύκολα ξεπέρασε το πιο περιζήτητο πεντάστερο ξενοδοχείο κάποιας μακρινής μεγαλούπολης. Ο αφοπλιστικά φιλόξενος τρόπος τους, το διαρκές φίλεμα με δικά τους πεντανόστιμα πράγματα, η όρεξή τους να καθίσουν μαζί μας για να γνωριστούμε και να μας δείξουν τις ομορφιές του χωριού, η διάθεσή τους να μοιραστούν το κρασί τους, το φρέσκο κρέας και το βρασμένο κατσικίσιο γάλα μάς γονάτισαν. Το ίδιο και η θέλησή τους να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε αμφιλεγόμενα θέματα τα οποία ακόμα οι πιο «προχώ» στη γενιά μου δεν ανοίγουν εύκολα.

Αυτοί οι δύο άνθρωποι, μεγάλοι σε ηλικία, μεγαλωμένοι σε μια μικρή και «κλειστή» κοινωνία, με απουσία διαρκούς ενημέρωσης και διασύνδεσης, που κυνηγάνε οι ίδιοι την τροφή τους και που πίνουν ρίγανη όταν αρρωσταίνουν, επέδειξαν μηδενικό δογματισμό στις απόψεις τους. Αντιθέτως αφουγκάστηκαν και αποδέχθηκαν την αντίθετη άποψη του άλλου με εντυπωσιακό τρόπο και συμμετείχαν σε πολλές γόνιμες συζητήσεις, χωρίς βαρύγδουπο ύφος και έπαρση.’’