Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Τέτοια εποχή ένας καλός νοικοκύρης, για να χαρεί το χειμώνα σαν άνθρωπος, είχε φροντίσει, από την Άνοιξη ακόμα, για τον χειμωνιάτικο αναφακά, τόσο γι΄ αυτόν όσο και για τα ζώα του.

Ο αναφακάς των ζώων του ήταν η χορτονομή, που χρειαζόταν να αποθηκεύσει. Πολλά ήταν τα συλλέξιμα είδη, όπως τριφύλλι, σανό, άχυρο και κλαρί. Το τελευταίο το προμηθευόταν από τα κλαδερά δέντρα. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο έκοβε κλαρί από τα ντούσκα, τις φτελιές και τις μουριές, τα άλλα άμα ξηραίνονταν έριχναν τα φύλλα τους, γι΄ αυτό καταναλώνονταν από τα ζώα φρέσκα.

Το χειμώνα έκοβε λατσούδια από τα έλατα καθώς επίσης μάζευε και το μελά των ελάτων. Για να αναγνωρίσει κάποιος τον καλό έλατο για ζωοτροφή, έπρεπε να έχει μεταπτυχιακό στην τσοπανική. Προσωπικά ξέρω μόνο ότι επιλέγεις τον έλατο, που είναι βοσκημένος στα χαμηλά του λατσούδια και είναι μαλακός. Αυτά όμως δεν αρκούν. Ο μελάς είναι πανεύκολος στην αναγνώριση, όμως για να τον μαζέψεις πρέπει να έχεις βεβαίωση από το Δαρβίνο, ότι είσαι απόγονος πιθήκων, καθ΄ ότι τούτος αρέσκεται να αναπτύσσεται στα ψηλά και εξωτερικά κλαδιά των γέρικων ελάτων.

Από τα φυλλοβόλα κλαδερά πρώτος και καλύτερος ήταν ο δέντρος. Καλύτερος ήταν ο πλατύφυλλος, που αν ήταν χαμηλός λεγόταν ντούσκο κι αν ήταν ψηλός λεγόταν δέντρος. Υπήρχε και η βελανιδιά με στενό φύλλο, που όμως ως ζωοτροφή ήταν δευτερότερη.

Το κλάρισμα του ντούσκου ήταν εύκολο για τον καθένα, όμως για τους θεόρατους δέντρους έπρεπε να έχει κάποιος εκπαίδευση ακροβάτη σε τσίρκο. Η γιαγιά μου η Κολοκύθω ήταν ανώτερη όλων, αντρών τε και γυναικών. “Πήγαινε στο φύλλο”, όπως έλεγε η μάννα μου.

Τα κλωνάρια αφού ξεκλαρίζονταν δένονταν σε δεμάτια. Τρεις καλές χεριές έκαναν ένα δεμάτι, τέσσερα δεμάτια ήταν ένα καλό-καλό γυναικοφόρτι, οχτώ δεμάτια ήταν ένα συνηθισμένο γομαροφόρτι και δώδεκα ένα καλό μουλαροφόρτι.

Ο δέντρος κλαριζόταν κάθε τρία με τέσσερα χρόνια, ώστε να γυαλίζει το φύλλο του, να μην είναι δηλαδή ένα μαλλιαροκλάδι. Τα ντούσκα και οι δέντροι ήταν ιδιωτικά στις άκρες ή στην περιφέρεια των χωραφιών, όμως υπήρχαν και κοινοτικά, που μπορούσε ο καθένας να πάει να κλαρίσει. Όλοι έπρεπε να ζήσουν.

Οι φτελιές διέπονταν κι αυτές από το ίδιο καθεστώς, όμως το κλαρί τους ήταν δεύτερης κατηγορίας, το ίδιο και οι μουριές, μόνο που το κλαρί τους ως αποξηραμένο ήταν τρίτης κατηγορίας.

Στην παλιά κοινωνία τίποτα δεν πήγαινε χαμένο, έτσι τα ξυλώδη, που έμεναν μετά το πάχνιασμα, ήταν τα τσάκνα (τα υπόλοιπα των λατσουδιών) και τα κλαρίδια (τα υπολείμματα από τις άλλες κλαδονομές) και χρησιμοποιούνταν τα πρώτα κυρίως για προσανάμματα και για φράχτες και τα δεύτερα για κάψιμο της γάστρας, για προστασία των νεόφυτων του κήπου και για καύσιμος ύλη.

Για μας τους μικρούς τα κακατσίδια του “δέντρου” ήταν μια σχετικά καλή μπίλια για τα παιγνίδια μας και βέβαια τα βελανίδια χρησιμοποιούνταν ως χοιροτροφή και εξέφραζαν τη χειρότερη κατάρα, όταν αλέθονταν για να γίνουν ψωμί και όταν τρώγονταν συμβόλιζαν την έσχατη ένδεια.