Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

“Πασών των τεχνών αναγκαιοτέρα η γεωργική” έγραφε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στον Ευρυτάνα τούτο επέβαλλε η πενία κι η πείνα και το ένστικτο της επιβίωσης.

Ο παλιός γεωργός δεν ήταν σαν το σημερινό εργαζόμενο. Στο χωράφι “στουμπιόταν” από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός και για το χωράφι προσευχόταν “υπέρ ευφορίας των καρπών της γης”.

Ο ηρωισμός του Ευρυτάνα δεν αναδεικνυόταν, όταν πολεμούσε τον κατακτητή, που επιβουλευόταν την ελευθερία του, αλλά όταν ξεχέρσωνε (ξεστρεμάτιζε, όπως έλεγε) τα κράκουρα για να τα κάνει χωράφια. Όπου υπήρχαν βράχοι και χώμα, ξερίζωνε τις πέτρες κι έμενε το χώμα. Όπου όμως υπήρχε καθαρός βράχος και χρειαζόταν οπωσδήποτε χωράφι ή κήπο, τότε κουβαλούσε το χώμα από αλλού.

Προϊόν του ξεχερσώματος ήταν οι μεγάλες πέτρες, που τις έφτιαχνε πεζούλια αντιστήριξης του χωραφιού του και ισοπέδωσης του επικλινούς εδάφους και υποπροϊόν μεγάλοι σωροί από πέτρες, διαστάσεων χούφτας, οι λεγόμενοι αρμακάδες (από το αρχ. έρμαξ) ή οβολοί, που ήταν βιότοπος ποντικιών φιδιών και άλλων σαυροειδών. Ο γεωργός εφάρμοζε ένα αυστηρό σύστημα διαχείρισης του χώματος.

Οι κατηγορίες των χωραφιών ήταν πάρα πολλές. Σε πλαγιές και σε γούπατα, σε λογγιές και σε διάσελα, όπου υπήρχε λίγο χώμα, παχύ ή μελίστα, γλινότοπος ή βελαώρα, κρητσίπια ή ξηριάδες, ο Ευρυτάνας έφτιαχνε τα χωράφια του. Ήταν μικρές πεζούλες, που καλλιεργημένες και περιποιημένες φάνταζαν στις πλαγιές των βουνών σαν ένα απίθανο μωσαϊκό. Τα ξερικά και τα ποτιστικά ήταν η πιο ουσιαστική διάκριση των χωραφιών. Η γη και το ύδωρ είναι δυο πανάρχαιες και διαχρονικές αξίες, τις οποίες σε κανέναν κατακτητή κανένας δεν χάριζε.

Τούτη τη γη ποτέ δεν διαφέντεψε τσιφλικάς ή άλλος αφέντης, έχοντας τον Ευρυτάνα γεωργό δούλο, κολλήγο ή δουλοπάροικο. Ο ίδιος ήταν αφέντης και δούλος της γης του και τα συμβόλαια του ήταν σφραγισμένα με τον ιδρώτα του κι επισφραγισμένα από τους κανόνες της κοινότητας που ζούσε. Ο παραδοσιακός νοικοκύρης εξαντλούσε τον Έρωτα στη γη του και στη γυναίκα του. Χωρίς να το ξέρει πειθαρχούσε στο σοφό Κοράνι που διδάσκει: “η γυναίκα είναι σαν το χωράφι σου, μπες μέσα και όργωσε κατά βούληση” και όχι μόνο κάθε 14 Φλεβάρη!

Η ευρυτάνειος γη είχε τα καλά της: πολλά δέντρα με παχύ ίσκιο και πολλές κελαρύζουσες πηγές, όμως είχε και τα κακά της: ήταν άγονη και με πολλές πέτρες. Όποιος απολάμβανε τον ύπνο στον ίσκιο μαστιζόταν απ΄ την πείνα στο ξύπνιο. Καρότο και μαστίγιο που λένε. Δώρο άδωρο ο ίσκιος και όνειρο θερινής νυκτός ο χορταστικός μεσημεριάτικος ύπνος. Ο Ευρυτάνας δεν επιβίωνε ως τζίτζικας, οκνηρός τραγουδιστής των δέντρων αλλά ως μέρμηγκας, άοκνος αχθοφόρος κουβαλητής στην τρύπα του.