ΤΟ ΗΣΙΟΔΕΙΟ ΑΡΟΤΡΟ 

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Ήμουν μαθητής της Ε΄ Γυμνασίου ή της Εβδόμης, που επίσης λεγόταν ως απόηχος του παλιού οχτατάξιου, και στο μάθημα της Αρχαίας Ιστορίας βλέπω ένα αλέτρι ακριβώς ίδιο σαν αυτό που είχαμε στο σπίτι. Στη λεζάντα έγραφε: «Ησιόδειο άροτρο», εμείς στο σπίτι το λέγαμε ησόδειο. Ήταν η πρώτη φορά, που μέσω ενός ζωντανού εργαλείου –του ησοδείου- έκανα ένα ωραίο ταξίδι στη γη και στα χρόνια του Ησίοδου και όργωσα μαζί του.

Με το όργωμα η διαδικασία ανασκαφής του εδάφους είναι συνεχής και κατά συνέπεια πιο παραγωγική, σε σχέση με το σκάψιμο. Υπάρχουν δύο τρόποι οργώματος. Το όργωμα που αυλακώνει το έδαφος και αυτό που αναστρέφει το οργωμένο χώμα.

Ησόδεια (ησιόδεια) έλεγαν τα άροτρα αυλακώσεως και ήταν δύο ειδών: Tο μακρύ ξύλινο ησόδειο (για το οποίο μιλάμε) το λεγόμενο βοϊδάλετρο, που όμως στην ουσία ήταν γελαδάλετρο. Τα βόδια στην Ευρυτανία δεν αφθονούσαν. Τα ελάχιστα που υπήρχαν… καλοπερνούσαν, τα είχαν για ζευγάρωμα και όχι για όργωμα. Και το κοντό ησιόδειο που λεγόταν αλογάλετρο, παλιότερα ήταν ξύλινο, μεταπολεμικά όμως αντικαταστάθηκε με σιδερένιο που κατασκεύαζαν ειδικές βιοτεχνίες.

Μια ιστορική προσέγγιση του ησιοδείου αρότρου μας υποχρεώνει να ξεκινήσουμε:

Πρώτον από το «χειροκίνητο» άροτρο, που θα πρέπει να ήταν ένα χοντρό κλωνάρι δέντρου με έναν «τσαρπαλωτό» ρόζο που έπαιζε το ρόλο του υνιού και δυο ανθρώπους που το έσπρωχναν.

Δεύτερο, είναι το «αυτόγυο» ζωήλατο άροτρο, δηλ. συμπαγές και όχι συναρμολογούμενο. Μονόξυλο το αναφέρει ο Ησύχιος και μονοκόμματο ο Ησίοδος.

Εικόνα που περιέχει χιόνι, σκι

Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματαΤρίτο είναι το συναρμολογούμενο, «πηκτόν άροτρον», όπως το αναφέρει ο Όμηρος, το περιγράφει ο Ησίοδος και το δουλεύαμε μέχρι χτες και που σήμερα αναπαύεται στο νεκροταφείο του πολιτισμού, συνοδευόμενο από το ζυγό και λοιπά παρελκόμενα. Αυτό είναι το ξύλινο ησιόδεια άροτρο (γελαδάλετρο ή βοιδάλετρο και αλογάλετρο), που αποτελείται από εξαρτήματα και διαθέτει τα ανάλογα παρελκόμενα.

Τα εξαρτήματά του είναι:

  • Τo κουντούρι ή αλετρπόδα (αρχ. έλυμα, βυζ. αροτροπόδιον, τουρκ. Kyndur = παπούτσι) θα έλεγα ότι είναι το σασί του αρότρου και κατασκευαζόταν (στα μέρη μας) από πλατάνι.
  • Το σταβάρι (αρχ. ιστοβοεύς και βυζ. ιστοβάριον). Μπορούσε να ήταν μονοκόματο (όπως στα μέρη μας) ή σπαστό, ένα κομμάτι το καμπύλο κι ένα το ευθύ (το σύβαλμα). Στα ξύλινα ησιόδεια αλογάλετρα το σταβάρι είναι κοντό, κατά τα άλλα δε διαφέρει από το γελαδάλετρο.
  • Η αλετρονουρά ή χερουλάτης (αρχ. εχέτλη) και αποτελούσε το σύστημα διεύθυνσης του μηχανήματος.
  • Η σπάθα που ήταν μάλλον σύνδεσμος που συνέδεε σταθερά το κουντούρι με το σταβάρι και ρυθμιστής του βάθους οργώματος στο κοντό ξυλάλετρο. Στο μακρύ ξυλάλετρο ρυθμιζόταν από τις δυο κλειδότρυπες (6) στην άκρη στου σταβαριού.
  • Οι σφήνες που έμπαιναν στα αρθρωτά σημεία του όλου συστήματος του αρότρου.

Τα παρελκόμενα του ησιοδείου είναι:

  • Το υνί (αρχ. ύνις από το ρύγχος του γουρουνιού). Λεγόταν και παπουτσόυνο, γιατί φοριόταν σαν παπούτσι στο κουντούρι.
  • Το παράβολο (αρχ. πτερόν) που βοηθούσε στη διάνοιξη της αυλακώσεως.
  • Το κλειδί (τελευταία σιδερένιο) που μέσω της σκάλης ή των -σιδερένιων- λουριών, ασφάλιζε την αρθρωτή σύνδεση του αρότρου και του ζυγού.