Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Το γκούμι (τουρκ. gugum) κυκλοφορούσε σε δύο κατηγορίες: Το χάλκινο γκιούμι χειρός σε διάφορα μεγέθη (γκιούμια και γκιουμάκια) και το λαμαρινένιο γκιούμι πλάτης με αλυσίδα ή τριχιά φόρτωσης και το χειρός με δύο ή ένα χερούλι χωρητικότητας περίπου 17 λίτρων. Το χάλκινο γκιούμι χρησιμοποιούταν για τη μεταφορά νερού από τη βρύση στο σπίτι και ενίοτε στους αγρούς. Επίσης μ΄ αυτό ζέσταιναν νερό στη σόμπα κι αργότερα -καλύτερα- στη στόφα. Τα χάλκινα γκιούμια δέχτηκαν μεταπολεμικά στρατηγική ήττα από τους καζοτενεκέδες κι εξαφανίστηκαν από τα λαϊκά νοικοκυριά.

Όμως το τα λαμαρινένια γκιούμια επιβίωσαν ως τις μέρες μας ως δοχεία μεταφοράς γάλακτος από τους τσοπαναραίους και έφυγαν με την επέλαση της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Η δυνατότητα να τα φορτώνουν ασφαλώς στα μουλάρια τα κράτησε στη ζωή, ώσπου ο κάθε βλάχος αγόρασε το δικό του αγροτικό 4Χ4 και προμηθεύτηκε άφθονα πλαστικά δοχεία. Την πρώτη μου σταδιοδρομία, ως περιστασιακά εργαζόμενος, την έκανα στο Δασαρχείο. Εισήλθον, ως μαθητευόμενος εργάτης, δεκαπενταετής με το βαθμό του νερουλά και εξήλθον εικοσιπενταετής με το βαθμό του εργοδηγού-επιστάτη, αφού διεξήλθον όλα τα πόστα (εργάτης, λατόμος, βοηθός τεχνίτη, …ψιλοτεχνίτης, σημειωτής). Τέτοια λαμπρή ανέλιξη, στη συνέχεια, δεν είχα ούτε στον ιδιωτικό ούτε στο δημόσιο τομέα που διέτριψα. Ο πολυτραγουδισμένος μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς, παρά το θρύλο του, θα ζήλευε τη σταδιοδρομία μου.

Το 1967 το βασικό μέσο μεταφοράς και πόσης νερού στις εκτός σπιτιού εργασίες ήταν η ξύλινη βαρέλα ή τσιότρα. Στα συνεργεία όμως χρησιμοποιούνταν το μεγάλο, τσίγκινο ημικυλινδρικό γκιούμι. Αυτό ήταν και το πρώτο μου επαγγελματικό εργαλείο, ως νερουλάς στο Δασαρχείο. Το φορτωνόμουν στη πλάτη και πήγαινα να το γεμίσω στην κοντινότερη κρυόβρυση. Στη συνέχεια το μετέφερα στο εργοτάξιο και κει με το καπάκι του, για κύπελλο, έπιναν ένας-ένας με τη σειρά.

Μόνο η Διαμάντω δεν έπινε γιατί σιχαινόταν. Είχε το δικό της παγούρι γεμάτο νερό. Για τιμωρία πήγε κάποιος και κατούρησε μέσα κι έτσι το μεσημέρι, όταν όλοι δροσίζονταν κολεχτιβίστικα με το νερό της κρυοπηγής, η Διαμάντω έπινε με το ζόρι το ζεστό κατουρόνερο του παγουριού της.

-Καλό το νερό Διαμάντω; Τη ρωτούσαν.

-Λίγο ζεστό! έλεγε αυτή.

Πολλές φορές το συνεργείο δούλευε μακριά από το χωριό, οπότε διανυκτερεύαμε στον τόπο δουλειάς. Εκεί δεν πίναμε μόνο νερό χριστιανικά, αλλά τρώγαμε και κολλεχτιβίστικα. Κάποιος απ΄ όλους έκανε το μάγειρα. Ο επιστάτης ήταν ο διαχειριστής των τροφίμων και γω, εκτελούσα χρέη σημειωτή. Τη μια μέρα έγραφα πατάτες με ρύζι κι είχαμε φάει μόνο πατάτες, την άλλη ρύζι με πατάτες κι είχαμε φάει μόνο ρύζι. Την τρίτη μέρα μου είπε γράψε: «πατάτες με ρύζι και κρέας». Δεν άντεξα και του λέω: «μα δε φάγαμε κρέας» και μου λέει: «εσύ σκάσε, φάε ότι βρίσκεις και γράψε ότι σου λέω».