Διαχρονικά και παγκοσμίως, στο διάβα των αιώνων, τα βιβλία υπόκειντο σε απαγορεύσεις και λογοκρισία από τα τυραννικά και δικτατορικά καθεστώτα. Ειδικά το ναζιστικό κόμμα που ήθελε να «καθαρίσει» την πνευματική ζωή της ναζιστικής Γερμανίας, από την «αντεθνική» ιδεολογία, βιβλία επιφανών συγγραφέων ρίχτηκαν στην πυρά στις 10-5-1933. Ως, «Το ολοκαύτωμα των βιβλίων» έμεινε αυτή η πράξη την οποία με λεπτομέρειες περιγράφει ο Μπέρτολτ Μπρέχτ στο βιβλίο του «ποιήματα», 1938 (σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη), αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε:

Στο Βερολίνο περίπου 40.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Κρατικής Όπερας, με παρελάσεις από διάφορα σημεία της πόλης. Κρατώντας αναμμένους πυρσούς (κάτι θυμίζει αυτό, πιο σύγχρονο) έκαψαν όλα τα ‘’αντιγερμανικά’’ βιβλία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ονόματα συγγραφέων, έργα των οποίων κάηκαν στην πυρά των Ναζί: Αλμπερτ Αϊνστάιν, Σίγκμουντ Φρόυντ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Έρνστ Μπλόχ, Φρίντριχ Ένγκελς, Ρόζα Λούξεμπουργκ και πάμπολλοι άλλοι. «Αυτό ήταν απλώς ένα πρελούδι. Εκεί που ο άνθρωπος καίει βιβλία, μπορεί στο τέλος να κάψει και ανθρώπους». Αυτό είχε γράψει προφητικά ο ποιητής Χάιριχ Χάινε.

Η νύχτα των κρυστάλλων, οι δίκες της Λειψίας, οι διώξεις, οι φυλακές, οι βασανισμοί, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ευγονική, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κρεματόρια, δεν είχαν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους. Ο Μπέρτολτ Μπρέχτ αποτυπώνει καλύτερα από οποιανδήποτε τη μελανή αυτή σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας σε ένα από τα ποιήματά του ‘’Το κάψιμο των βιβλίων’’: «Διαταγή έβγαλε το καθεστώς να καούνε σε δημόσιες πλατείες, τα βιβλία που περικλείουν ιδέες ανατρεπτικές, και από παντού κεντρίζανε τα βόδια να σέρνουν κάρα ολόκληρα με βιβλία για την πυρά. Ένας εξορισμένος ποιητής, ένας απ’ τους καλύτερους, διαβάζοντας τον κατάλογο των βιβλίων, με φρίκη του είδε πως τα δικά του τα είχαν ξεχάσει. Χίμηξε στο γραφείο του με τις φτερούγες της οργής, και έγραψε στους τυράννους ένα γράμμα: ‘’Κάψτε με!’’, έγραφε με πέννα ακράτητη, ‘’κάψτε με! Μη μ’ αφήνετε έξω ! Δεν μπορείτε  να μου το κάνετε αυτό, εμένα ! Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα μου φερνόσαστε σα να ‘μαι ψεύτης! Σας διατάζω κάψτε με !»

Η ίδια πράξη προηγήθηκε στη χώρα μας στα 1921 από την κυβέρνηση Ράλλη, όταν την προηγούμενη χρονιά έχανε τις εκλογές ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η απερχόμενη κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στο πλαίσιο της Βενιζελικής Γλωσσοεκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του 1917, εισήγαγε την Δημοτική γλώσσα στο Δημοτικό Σχολείο. Η φιλομοναρχική αντιβενιζελική παράταξη συνέστησε τότε μια επιτροπή προς «εξέταση της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων» και αποφάσισε: «Να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι των προς διαφθοράν της ελληνικής γλώσσης και παιδείας τελεσθέντων πραξικοπημάτων». Το μένος τους ήταν κυρίως κατά του έργου του Ευρυτάνα Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Τα ψηλά βουνά», 1918, Αναγνωστικό Γ’ Δημοτικού, γραμμένο στη Δημοτική Γλώσσα, μακριά από την στριφνή καθαρεύουσα. Η απόφαση της συντηρητικής κυβέρνησης πάρθηκε: «Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι τα υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία, ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως». Αυτό και έγινε. Μια ακόμη απόδειξη πως η ιστορία επαναλαμβάνεται σε χαλεπούς καιρούς και όχι μόνο.

                                               Κώστας Μπουμπουρής

                                         Αστυν. Δ/ντής ε.α.-Συγγραφέας

                                              (k.boubouris@yahoo.gr)