“Έχω πολλά παράπονα και θα τα φάει το χώμα” τραγουδάει, ο κάθε βασανισμένος και μη, του δημοτικού ρεπερτορίου.

Ο τσοπάνος για να σβήσει τα σεκλέτια που τον κατάτρεχαν για τις βοσκοπούλες, που κυκλοφορούσαν γύρω του, λεύτερες κι… απείραχτες καθώς και το… ιερό πάθος των μουσών που τον οιστρηλατούσε, έπαιρνε ένα καλάμι ή το μεγάλο κόκαλο από τις φτερούγες του αετού, του έφτιαχνε έξι με εφτά τρύπες δηλ. το κούρδιζε ανάλογα με τα χέρια του και την καρδιά του και διαλαλούσε στη βλαχουργιά, στα βουνά και στα λαγκάδια τον πόνο του και τους καημούς του, τις αγωνίες και τις λαχτάρες του.

Όλα αυτά τα γράφω μάλλον να θεραπεύσω τον –όποιο- δικό μου λυρισμό, παρά για να αποτυπώσω μια ιστορική πραγματικότητα, γιατί εξ όσων “άκήκοα και εώρακα” οι πλαγιές και τα φαράγγια δεν αντιλαλούσα από φλογερολαλήματα και τραγούδια, γιατί όλοι αγκομαχούσαν στη σκληρή μάχη της επιβίωσης κι ο έρωτας τους κρυβόταν στα σκοτεινά φαράγγια και στα μύχια φυλλοκάρδια τους, στις τσοπάνικες κραυγές και στις ανάκουστες αρμονικές των τραγουδιών τους.

Έτσι και γω ελαυνόμενος από τα σεκλέτια μου και οιστρηλατούμενος από τα ιερά μου πάθη, σε προχωρημένη ηλικία για το σπορ του κλαριντζή, αγόρασα ένα κλαρίνο. Πρωτοπόρος εμού υπήρξε ο συγχωριανός μου Κόρας, που γέρος ων αγόρασε ένα βιολί κι αν δε βασάνιζε τους γύρω του με τις μελωδίες του, λούφαζε στις ρεματαριές του χωριού και συναυλιζόταν με τ΄ αηδόνια.

Και γω ανέβηκα κάποιες φορές σε διάσελα και κορφές για να διαλαλήσω τη μουσική μου στο σύμπαν. Να την ακούσουν οι αετοί και τα ρουμάνια. Περισσότερο όμως βασάνιζα τους περίοικους στο Βύρωνα όπου έμενα, όταν έκανα τις πρόβες στο δωμάτιό μου, ώσπου μια μέρα ακούω απ΄ έξω κάποιον αγαναχτισμένο να φωνάζει δυνατά: “Φούσκωστο μωρέ παιδί μ΄”.

Σε κάποια φάση εκεί που ο συνάδελφός μου ο Κόρας βασάνιζε μουσικώς το ακροατήριό του, λέει κάποιος εξωχώριος: “είναι καλό το κλαρίνο του Κόρα”, οπότε συμπληρώνει ένας εσωχώριος: “καλό είναι αλλά τύχη δεν είχε”. Πολύ καλό ήταν και το δικό μου κλαρίνο, μάρκας Vandoren και με σώμα από μαόνι, όμως ατύχησε κι αυτό στην τελευταία ερωτική του περιπέτεια και τώρα -μουσειακό είδος πια- κοσμεί μια ενότητα της λαογραφικής μου συλλογής.

Το αγάπησα το κλαρίνο μου.

Είναι οργανική συνέχεια της ψυχής, του στόματος και των χεριών του λαλούντος, κι ερωτικός ο ήχος του πάλλεται στ΄ ακροδάχτυλά του.