Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Εδώ σε τούτον τον τόπο –στην Ευρυτανία- για αιώνες άνθρωποι και ζώα, άγρια και ήμερα, ζούσαμε αδιατάρακτα με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες συνθήκες.

Όταν στους κάμπους οι άνθρωποι στέναζαν από το βούρδουλα του τουρκοτσιφλικά, εδώ ζούσαμε στερημένα μεν αλλά λεύτερα. Όταν, στη συνέχεια, στους κάμπους έστηναν μεγάλα εργοστάσια, εμείς συνεχίσαμε να δουλεύουμε και να ζούμε με τον αιώνιο πατροπαράδοτο τρόπο. Όμως οι μεγάλοι, που λιγουρεύονταν τα βουνά μας, ως εύκολο πεδίο ληστρικής εκμετάλλευσης, που χρειάζονταν τα δυνατά μας χέρια και την αδύναμη ταξική μας συνείδηση, έβαλαν σκοπό να μας ξεριζώσουν. Το κράτος μας κυνήγησε ανηλεώς. Έβαζε φόρους όπου μπορούσε. Μας πλήρωνε να σφάξουμε τα γίδια μας, μας κυνηγούσε ο χωροφύλακας, ο δασοφύλακας κι οι λοιποί φύλακες.

Η αντίστροφη μέτρηση της ερήμωσης άρχισε το 1940, με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, επιταχύνθηκε με τον εμφύλιο και ολοκληρώθηκε το 1970. Τριάντα χρόνια ήταν αρκετά για να ισοπεδώσουν τον αναπτυγμένο γεωργικό πολιτισμό των βουνών μας. Εμείς, οι σημερινοί μεσήλικες, δεν εγκαταλείψαμε τα χωριά μας, από καμιά μεταφυσική αστυφιλία, που λένε οι περισσότεροι, παρά μας έδιωξαν η πείνα και ο εκχρηματισμός της οικονομίας γενικότερα.

Όταν μεταναστεύσαμε στις πόλεις, εκεί υπήρχε μια, στρεβλή μεν, βιομηχανική δε οικονομία και κοινωνία, που μας αφομοίωσε. Υπήρχαν κάποιοι θεσμοί και νόμοι, που μας προστάτευαν και προπαντός δουλειές. Δεν περάσαμε βέβαια καθόλου καλά, όμως επιβιώσαμε και ψιλοπροκόψαμε.

Από το 1980 και μετά πήραμε μια άλλη πορεία. Η παραγωγική οικονομία άρχισε να φθίνει και οι προστατευτικοί θεσμοί να εκφυλίζονται. Ένας καινούργιος πόλεμος άρχισε. Αντί για μπόμπες μοίραζε δανεικά, ρουσφέτια, μίζες, μπαξίσια, αργομισθίες και τόσα άλλα, που σκότωναν κάτι πολυτιμότερο από το σώμα: διέφθειραν την ψυχή μας και εκχυδάιζαν τη σκέψη μας. Ένας τεράστιος δημόσιος τομέας ήταν ο βάλτος, που όλοι βουλιάζαμε και ζούσαμε τεμπέλικα και παρασιτικά. Τριάντα χρόνια ξαναχρειάστηκαν να αποβιομηχανοποιηθεί η χώρα, να αποσαθρωθεί η παραγωγή και να διαφθαρεί η ψυχή του λαού.

Σήμερα η νέα γενιά ασφυκτιά στη τεράστια χωματερή της Αθήνας και των άλλων μεγαλουπόλεων. Χωρίς ενεργή οικονομία και χωρίς θεσμούς (σωματεία, συλλογικές συμβάσεις κ.λπ.), έστω σαν αυτούς που βρήκαμε εμείς το 1970. Ψυχομαχεί και βολοδέρνει.

Για μας το πέρασμα από το γεωργικό στο βιομηχανικό πολιτισμό, ήταν σχετικά εύκολο και ίσως δημιουργικό, όμως το πέρασμα των νέων σήμερα στη λεγόμενη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι βασανιστικό και θα γίνει οδυνηρότερο. Η πείνα, χειρότερη από τη δική μας της δεκαετίας του ΄70, είναι προ των πυλών και διέξοδος δεν υπάρχει ή τουλάχιστον εγώ δε βλέπω.

Πάντως όλοι ξέρουμε ή αισθανόμαστε τον αίτιο της ερήμωσης. Βλέπουμε “το βδέλυγμα της ερημώσεως εστώς όπου ου δει (βρίσκεται εκεί που δεν πρέπει δηλ. στην εξουσία) –ο αναγιγνώσκων νοείτω” όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής Μάρκος (ιγ΄ 14΄).