Το δόγμα «μάθε παιδί μου γράμματα» δεν ήταν –και δεν είναι- κανένα σύνθημα του συρμού. Ήταν –και είναι- ο μόνος δρόμος για να βγει κάποιος από τη λάσπη της μιζέριας και της τυράγνιας. Μαθαίνοντας το παιδί λίγα γράμματα μπορούσε να σταδιοδρομήσει ως Δημόσιος Υπάλληλος (λαμπρόν στάδιον δόξης και χρήματος). Κορωνίς του δημοσιοϋπαλληλαριού ήταν ένστολος είτε στρατιωτικός με κορώνα στο κούτελο είτε παπάς με αγιαστούρα στο χέρι). Αυτό ήταν το λαϊκό έρεισμα των δικτατοριών και είναι η ακατάβλητος δύναμη της ακατάλυτης παπαδοκρατίας. Σε παλιότερες εποχές, εξ ίσου αποτελεσματικό ήταν και το «μάθε παιδί μου τέχνη». Τούτο έφτασε έως τη γενιά μου ως αξιακός απόηχος. Σήμερα όμως υποβαθμίστηκε τελείως. Η ώριμη βιομηχανική κοινωνία που ζούμε το απαξίωσε.

Σε μένα η οδός των ανωτέρων γραμμάτων ξεκίνησε από το χωριό μου και έφτασε, στην πρώτη της φάση, στο γυμνάσιο (ημιγυμνάσιο ήταν η τιμητική του επίσημη ονομασία) της Δομνίστας. Εκεί, φορώντας το στρατιωτικοφανές πηλήκιο και εν χρω κεκαρμένος, εισήλθα θριαμβευτής στο τρίχωρο τέμενος των Μουσών στην πλατεία της Δομνίστας. Ήταν τρείς χώροι σε συνεχές σύστημα δόμησης, που φτιάχτηκαν για μαγαζιά, καθ΄ ότι οι Δομνιστιάνοι είναι δαιμόνιοι έμποροι.

Προσωπικά στα δύο πρώτα χρόνια στεγάστηκα στην αίθουσα Σταθονίκου. Το χειμώνα από τον ανάντη, επί φυσικού εδάφους, τοίχου εισέρεε ένα ρυάκι και εξέρεε από την πόρτα. Είχαμε πέτρες στο πάτωμα όπου ακροπατώντας πάνω τους, φτάναμε εμείς στα θρανία μας και ο καθηγητής στην έδρα του. Το υπερυψωμένο υποπόδιο των θρανίων και της Έδρας εξασφάλιζε τη στεγανότητα των ποδιών.

Τον πρώτο χρόνο μας υποδέχτηκε ο ένας και μοναδικός καθηγητής του “ημιγυμνασίου”, ο αείμνηστος Θεόκτιστος Λαϊνάς. Τούτος, παρά του ότι ήταν θεολόγος, έκανε όλα τα μαθήματα. Προσωπικά ότι ξέρω από τη Θεωρία των Συνόλων στα μαθηματικά, από αυτόν το έμαθα. Γράφω τούτες τις γραμμές γιατί θέλω να αποτίσω τιμή σ΄ αυτόν τον φωτισμένο δάσκαλο και υπέροχο άνθρωπο.

Μετά ήρθε άλλη μία θεολόγος, που ήταν σαν να δραπέτευσε από μοναστηριακό κοινόβιο. Και το καλό ήρθε τελευταίο. Ήταν μια νεαρά χαριτόβρυτος και τρελαμένη γυμνάστρια, εκ Πειραιώς ορμωμένη. Αυτή, αν δεν μας «μάθαινε» χορό στις λασπουριές του γηπέδου, θα μας έκανε ανθρωπολογία στο άντρον του Σταθονίκου. Σαν τη μάνα του Νταβέλη πατώντας «πέτρα την πέτρα» έφτανε στο τραπέζι της έδρας. Από εκεί σήκωνε τον πρώτο να πει το μάθημα και στη συνέχεια το δεύτερο να διαβάσει το παρακάτω. Δεν ξανακούγαμε τη φωνή της. Όλοι –οι αρσενικοί- την κοιτάγαμε κεχηνότες και περιμέναμε εναγωνίως, πότε θα ανατείλει ο ήλιος από τα γλουτιαία της μισγάγκεια (για να ζουραρίσουμε και λίγο). Στο διάλειμμα ο τυχερός μάς έλεγε: “άσπρο” και ζηλεύαμε. Την επόμενη μέρα άλλος έλεγε: “μαύρο” και θαυμάζαμε, τη μεθεπόμενη ο τυχερός ξανάλεγε: «κόκκινο» και όλοι μαζί απορούσαμε λέγοντας: “μα κάθε μέρα αλλάζει βρακί!