Ποιος θα πλύνει τα πιάτα;

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Καθολική και καθοριστική προστριβή –σοβούσα ή όχι- των μοντέρνων ζευγαριών είναι ποιος θα πλύνει τα πιάτα, παρά την ύπαρξη των ηλεκτρικών πλυντηρίων, που κάνουν τα πιατικά σχεδόν άκοπα να αστράφτουν από καθαριότητα. Στο παραδοσιακό νοικοκυριό τούτο το πρόβλημα ήταν a priori λυμένο και η πλύστρα των πιάτων ήταν απολύτως προσδιορισμένη. Υπήρχαν άντρες που ως μετανάστες πιατοπλυτάδες στην Αμερική είχαν πλύνει εκατομμύρια πιάτα, στο σπίτι τους όμως δεν έπλεναν ούτε ένα. Το ίδιο συνέβαινε με τους καφετζήδες και τους εστιάτορες. Ο άντρας μόνο επαγγελματίας πιατοπλυτάς μπορούσε να γίνει.

Τότε το πλύσιμο των πιάτων δεν ήταν επιμελές, μάλιστα όπως λέει ο βυζαντινός Πτωχοπρόδρομος: “πλύσιμον ουκ ηθέλασι καθόλου τα πινάκια”, γιατί φαίνεται δεν έμενε πάνω τους ίχνος φαγητού από το γλείψιμο, που τους έκαναν. Οι Ευρυτάνες έλεγαν αντίστοιχα: “το γυάλισε το πιάτο”. Οι τσοπαναραίοι στις τσανάκες δεν έτρωγαν απλώς τις βραστογαλιές τους αλλά τις έγλυφαν και “ουκ ηθέλασι πλύσιμο”. Από τότε τους έμεινε το χούι του τσανακογλείφτη και οι περισσότεροι δεν λένε να το ξεχάσουν!

Ως αδέσποτοι και απελεύθεροι μαθητές στο Καρπενήσι, το μόνιμο βραδινό μας φαγητό ήταν πατάτες τηγανιτές με αυγά, που το τηγάνι καθαριζόταν καθημερινά με ψωμί και πλενόταν μια φορά το χρόνο με νερό και σαπούνι. Υπό το καθεστώς τούτου του αβροδίαιτου παρελθόντος, όχι μόνο ζούμε, αλλά γίναμε και θεόκτιστοι άντρες, κληρονόμοι υψηλών επιπέδων χοληστερίνης και των συνοδών αυτής.

Παλιά στο σπίτι τα πιάτα πλένονταν (…όπως πλένονταν) υγιεινά και βιολογικά, άνευ χημικών απορρυπαντικών. Το αξιοπερίεργο είναι ότι το υδαρές υπόλειμμα της πλύσης των γλειμμένων πινακίων διατίθετο ως γουρουνοτροφή στον κουρήτο του σιτευτού –με πλύματα- χοίρου, ο οποίος μπορεί να μην πάχυνε μ΄ αυτό αλλά δροσιζόταν.

Παρ΄ αγροίς δεν αφήναμε τις καυκιές μας άπλυτες. Υπήρχε άφθονο φυσικό απορρυπαντικό, δηλαδή αργιλόχωμα προσμεμειγμένο με χαλίκια κοκκομετρικής διαβάθμισης άμμου, που με το αποσκληρημένο βροχόνερο των ρεμάτων καθάριζε θαυμάσια τις καυκιές. Κι αν η λίγδα πολυκαίριζε υπήρχε και το σουγιαδάκι, που ξύνοντας την καυκιά, αποκτούσε πέτσα καινούργια και φινετσάτη. Παράλληλα όμως τούτη η λίγδα δημιουργούσε μια θαυμάσια στεγανοποίηση κι ένα ιδιαίτερο χρώμα του σκεύους, η οποία σήμερα ακούει στην κουλτουριάρικη λέξη πατίνα του χρόνου και προσδίδει μοναδική αξία στην αντίκα.

Εν κατακλείδι ήθελα να σημειώσω ότι σήμερα είναι τόσος ο… εκφυλισμός των εμβίων όντων, που ως και ο γάτος μου, αν δεν πλύνω την τσανάκα του κάθε βδομάδα, δεν τρώει τις γατοκονσέρβες, που του ρίχνω μέσα. Όμως είναι παρήγορο το γεγονός ότι οι διαχρονικοί τσανακογλύφτες γλείφουν μανιωδώς τις τσανάκες της εξουσίας, που είναι άπλυτες εδώ και αμνημόνευτες δεκαετίες και ποτέ δεν έπαθαν -δυστυχώς-τίποτα. Το αντίθετο μάλιστα. Ας είναι καλά, τιμούν και επιβεβαιώνουν την παράδοση, που τόσο σεμνύνομαι!