“Φυλακές Αγρινίου 1944 – Δύο θαρραλέοι Πρασιώτες δραπετεύουν”…

37
filakes

Γράφει ο Βασίλης Χαλαστάνης, καθηγητής, συγγραφέας

Στις 21 Αυγούστου 1944 δύο θαρραλέοι άνδρες από την Πρασιά Ευρυτανίας, αιχμάλωτοι των Γερμανών και έγκλειστοι στις φυλακές Αγρινίου, δραπέτευσαν και βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στις όχθες του χειμάρρου της Ερμίτσας (αρχαίο όνομα Τερμησσός).

Πρόκειται για τους Ζελενίτσα Κωστάκη του Ιωάννου από τα Φουσιανά και τον Ηλία Κακό του Κωνσταντίνου από τον Πρόδρομο της Πρασιάς Αγράφων, αγωγιάτες, οι οποίοι πιάστηκαν στην Αμφιλοχία του Βάλτου την 1η Ιουλίου 1944 και οδηγήθηκαν στο Αγρίνιο. Βρίσκονταν εκεί κλεισμένοι και βίωναν ένα καθημερινό μαρτύριο αιωρούμενοι μεταξύ ζωής και θανάτου. Οι Γερμανοί σε καθημερινή σχεδόν βάση έπαιρναν πότε δυο και πότε τρεις αιχμαλώτους και τους εκτελούσαν στο προαύλιο της φυλακής. Στη συνέχεια διέτασσαν άλλους κρατουμένους και έθαβαν τους εκτελεσμένους εκεί επιτόπου!

Η ύπαρξη των αιχμαλώτων δεν είχε για τους Γερμανούς κατακτητές καμία απολύτως αξία. Θεωρούνταν ένα κοπάδι πλασμάτων έτοιμο κάθε φορά να σφαγιασθεί ως αντίποινα σε αντιστασιακές ενέργειες των Ελλήνων ανταρτών. Κανένας λόγος δεν μπορεί να γίνει για τα υπόλοιπα ανθρώπινα δικαιώματα στους αιχμαλώτους αυτούς, όταν καταπατείται το πρωταρχικό, το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα της ύπαρξης στη ζωή. Στο διάστημα των 50 ημερών που βρέθηκαν φυλακισμένοι οι δύο Πρασιώτες στο Αγρίνιο, οι Γερμανοί πραγματοποίησαν μία ακόμη μαζική εκτέλεση 59 Ελλήνων πατριωτών στο χωριό Καλύβια Αγρινίου. Τους μετέφεραν εκεί από τις φυλακές της πόλης. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν και τέσσερις κάτοικοι από το Ραπτόπουλο Αγράφων, γνωστοί και συντοπίτες των Πρασιωτών, εποχικοί εργάτες γης στο χωριό Λουτρό της Αμφιλοχίας, αιχμάλωτοι από τον Μάιο του 1944.

Ο Κωστάκης Ζελενίτσας περιγράφει την απόδραση: «Μια περίσταση εμένα με τον Ηλία μας έπαιρναν στο μαγειρείο. Ήμασταν τέσσερις, που καθαρίζαμε εκεί. Άξαφνα μπαίνει ένα σκυλί μέσα. Πήδησε απ’ το παραθύρι. Βάνει ένα τουφέκι ο Γερμανός, το σκότωσε το σκυλί. Δίνει ένα τσουβάλι στο Λία να βάλει το σκυλί μέσα. Παίρνει ο Λίας το σκυλί, εμείς οι άλλοι τα τσαπιά και μας πάνε στ’ Αγρίνιο στον απάνω το δρόμο κατά το Μουσταφούλι πέρα. (Μουσταφούλι είναι το σημερινό Παναιτώλιο. Την ονομασία του οφείλει στον Μουσταφά Αλή σπαχή, τον τελευταίο Τούρκο αξιωματούχο και ιδιοκτήτη της περιοχής πριν την Επανάσταση του 1821. Οι παλαιότεροι κάτοικοι γνώριζαν το προάστιο αυτό του Αγρινίου το μισό ως Μουσταφούλι και το άλλο μισό ως Χαλίκι). Μας κατεβάζουν απ’ το δρόμο εμένα με το Λία και δουλεύαμε μαζί (Δεν ακολούθησαν το δρόμο Αγρινίου Μεσολογγίου, αλλά το δρόμο προς Παναιτώλιο, Παραβόλα, Θέρμο. Αυτόν ονομάζει «απάνω δρόμο»). Οι άλλοι ήταν παρεκούλια (παραδίπλα) σε απόσταση καμιά τριανταριά μέτρα, δεν ήταν πλιότερο.

Ήταν δύο Γερμανοί. Εμάς μας φύλαγε ένας που είχε όπλο Sten, απ’ αυτά τα κοντούτσικα, ο άλλος είχε Mannlicher (Υποπολυβόλο Sten MkI / MkII / MkIII / MkV. Στον Ελληνικό Στρατό έφεραν  την επίσηµη ονομασία «Αυτόµατη αραβίδα Στεν των 9 χιλ. Mannlicher-Schönauer (Μάνλιχερ-Σέναουερ) υπήρξε ένας τύπος επαναληπτικού τυφεκίου, με περιστροφικό γεμιστήρα, που παρήχθη από τη Steyr-Mannlicher).

Σκάβαμε ένα μέρος ένα μέτρο μάκρος και καμιά πενηνταριά πόντους πλάτος, σαν να ’ταν μνήμα, ακριβώς τέτοιο για το σκυλί και λέγαμε: ‘Σήμερα, άμα δεν φύγουμε, δε θα βρούμε άλλη μέρα. Να τον βαρέσουμε με το φτυάρι στο κεφάλι, αλλά ο άλλος ο Γερμανός με το όπλο θα μάς σκοτώσει!’ Εκεί που λέγαμε αυτά, τού κρένει ο άλλος ο Γερμανός. Πήγαν παραπέρα εκεί και κουβέντιαζαν. Εμείς δουλεύαμε μονάχοι μας.

Αλλά μάς βοήθησε και ο τόπος πολύ. Ήταν λιγάκι ψήλωμα και απιστόμιζε (γύριζε από την ανάποδη πλευρά) ίσια εκεί κατά τον κάμπο (Από την περιγραφή προκύπτει ότι βρίσκονταν δυτικότερα από την κοίτη του χειμάρρου Ερμίτσα κοντά στον Άγιο Ιωάννη τον Ρηγανά, όπου είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί τις αποθήκες καυσίμων τους).

Αν προπήσουμε (προκάνουμε) και γείρουμε τη ραχούλα, λέω, σωθήκαμε.  Αποφασίζουμε, φεύγουμε. Μας παίρνουν χαμπέρι. Δεν μπόρεσαν να μας βαρέσουν στη ράχη, γείραμε προς τον κάμπο. Μας παίρνει ο ένας με το τουφέκι στα ποδάρια, κάου, κάου… Με βαρεί εμένα ένας διάολος από πίσω. Ίσια που τον κατάλαβα. Έβαλα το χέρι μου πίσω να ιδώ τα αίματα, δεν έβλεπα τίποτα. Ίσια που μ’ είχε βαρέσει η σφαίρα κι έφευγα στον κάμπο πέρα στις ελιές κατακαλόκαιρο, Αύγουστος μήνας. Η σκόνη κι η ανδρακίδα, τόση! Μας έχασε. Πήγαμε πέρα στο Μουσταφούλι σε κάτι ρέματα με καλάμια, σε κάτι βάτα, χωθήκαμε μέσα, τρυπώσαμε εκεί, σαουριάσαμε (μείναμε εντελώς αμίλητοι) και δεν κουνιόμαστε ντιπ, ούτε ανάσα (Προφανώς αναφέρεται στις όχθες του χειμάρρου Ερμίτσα (αρχαίος Τερμησσός),  ο οποίος ξεκινάει από Παναιτωλικό όρος, ρέει παράλληλα με την εθνική οδό Καρπενησίου-Αγρινίου, περνά κοντά στο χωριό Καμαρούλα, διασχίζει το χωριό Ν. Αβόριανη, διαρρέει το βορειοανατολικό κάμπο του Παναιτωλίου και καταλήγει στη λίμνη Λυσιμαχία).

Το απόγευμα αυτοί βγήκαν περίπολο έξω. Μας έψαχναν. Μας ζύγωσαν στα πενήντα μέτρα. Ακούσαμε κουβέντες, έρριξαν και πέντε έξι τουφέκια. Εμείς δεν αναδευτήκαμε. Κάτσαμε, ώσπου νύχτωσε… ».