Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Πολλά ενδιαφέροντα εύρισκε –και βρίσκει- κάποιος στο ανφάς μια γυναίκας. Η μπροστοποδιά ήταν ένα ιδιαίτερο ένδυμα βιτρίνας στη γαμήλια «αρματωσιά» και πολλαπλής χρηστικότητας στην καθημερινή φορεσιά της γυναίκας.
Πολυτραγουδησμένη ήταν η κεντημένη ποδιά του επίσημου γυναικείου ενδυματολογικού συνόλου. Στης όμορφης βλάχας την ποδιά «λαλούσαν αηδόνια και πουλιά» και στης Πενταγιώτισσας «σφάζονταν παλληκάρια». «H ποδιά σου / γεμάτη είν’ αίματα, ρόδα δικά σου» παιανίζει ερωτικά ο Παλαμάς.
Όσο πυροδοτούσε τα υπογάστρια και ανέφλεγε τα υπεργάστρια η κεντημένη ποδιά της κάθε Μαρίας (όνομα συμβολικό και μοιραίο!) άλλο τόσο συνέγειρε τα της γαστέρας η καθημερινή μπροστοποδιά της μάνας, της γιαγιάς και καμιά φορά της γειτόνισσας.
Πολυεργαλείο και κέρας της Αμαλθείας η λαϊκή καθημερινή μπροστοποδιά της γυναίκας. Όταν τη βλέπαμε μαζεμένη στη μέση και ελαφρώς γκαστρωμένη ξέραμε πως κάτι καλό κυοφορούνταν εκεί μέσα. Μπορεί να ήταν επιλεγμένα φρούτα, αυγά και άλλα τερψιλαρύγγια. Επάξια αντικαθιστούσε πολλές φορές τον ιερό τρουβά είτε τροφοσυλλεκτικώς είτε καταναλωτικώς, και τούτη -όπως κι ο τρουβάς- συναγωνιζόταν στην ιερότητα και το πετραχήλι του παπά, με τη διαφορά ότι αυτό ευλογούσε κι εξομολογούσε τη ψυχή ενώ αυτά –τρουβάς και ποδιά- θεράπευαν το πεινασμένο και λιπόσαρκο σώμα και επί πλέον η ποδιά στέγαζε, όπως το πετραχήλι, μια εξομολογούμενη και ερωτικώς πεπυρωμένη αντρική καρδιά!
Επίσης, πολλές φορές, μέσα είχε λιχουδιές όπως αποφάγια και άλλα υπολείμματα, για τα πολλά οικόσιτα ζώα (κότες, γουρούνια, κατσικάκια κ.ά.) που η κάθε νοικοκυρά αγαπούσε και μεριμνούσε εξ ίσου επιμελώς με το ανθρωπογενές ζωικό κεφάλαιο του νοικοκυριού της.
Η καθημερινή μπροστοποδιά είχε οπωσδήποτε και τσέπες. Εκεί έκρυβε τα τιμαλφή της. Ήταν σαν το σημερινό γυναικείο νεσεσέρ, μόνο που μέσα δεν έκρυβε κραγόνια πατσουλιά και άλλες αηδίες, παρά τον πολύτιμο βοηθό της στην καθημερινή τροφοσυλλογή δηλ. ένα καλοακονισμένο σουγιά, ίσως ένα τσακμάκι ή παλιότερα τον πριόβολο και κάποιες λιχουδιές για τα παιδιά ή τ΄ αγγόνια της, συνήθως καραμέλες ή κανένα λουκούμι ή κανένα καλό φρούτο, από τον απέραντο οπωρώνα της ήμερης και της άγριας φύσης, που γνώριζε πολύ καλά. Επίσης ήταν το χαρτομάντηλό της, μόνο για το ξεΐδρωμα και το σκούπισμα των χεριών της και οι πιάστρες για το ταψί, που ψηνόταν στο φούρνο ή για το κακάβι, που έβραζε στη φωτιά.
Στη καθημερινότητα χρησιμοποιείται η ποδιά απαξιωτικά με την έκφραση: «φίλησε κατουρημένες ποδιές». Αυτές βέβαια δεν ήταν οι τιμημένες και… ακατούρητες ποδιές των γυναικών, αλλά οι βρώμικες «ποδέες» των βυζαντινών αρχόντων. Τότε τα ρούχα τους (αντρών και γυναικών) ήταν μακριά, κάτω από τον αστράγαλο και σέρνονταν στο έδαφος, με αποτέλεσμα να βρωμίζουν από τα κάτουρα και τις άλλες ακαθαρσίες των δρόμων και να φθείρονται γρήγορα. Γι΄ αυτό οι βυζαντινοί ράφτες επινόησαν την «ποδέα», έναν πρόσθετο ποδόγυρο, που όταν αυτός φθειρόταν ή βρώμιζε ανεπανόρθωτα (από εξωτερικά ή… εσωτερικά κάτουρα) το αντικαθιστούσαν εύκολα.
Ο λαός του Βυζαντίου αν ήθελε να ζητήσει κάτι από τον άρχοντα δεν τον προσκυνούσε και δεν του φίλαγε μόνο τα χέρια, αλλά και τα πόδια και βέβαια την «κατουρημένη ποδέα» του. Κάτι ανάλογο κάνουν και σήμερα οι εξαχρειωμένοι -ή και αναγκασμένοι- πολίτες στον διεφθαρμένο πολιτικάντη προκειμένου να κάνουν τη «δουλειά» τους.
Οι Βυζαντινοί επαγγελματίες, όπως ακόμα και σήμερα, συνήθιζαν να φοράνε ένα είδος μπροστοποδιάς, που το έλεγαν «λέντιον» ή «προσέργιον» και αργότερα ποδέα. Πολλές φορές όμως και η μπροστοποδιά της παλιάς λαϊκής γυναίκας έκρυβε κι αυτή κάποια αμαρτωλά μικρά της μυστικά.