Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Ο Φλεβάρης είναι ο πιο παρεξηγημένος μήνας του έτους. Του αφαίρεσαν αδίκως δυο με τρεις μέρες και τον είπαν προσβλητικά Κουτσοφλέβαρο. Κάθε τέσσερα χρόνια του δίνουν μια μέρα παραπάνω, αλλά τον θεωρούν μαγαρισμένο κι αυτόν και όλο το δίσεκτο έτος, που τον φιλοξενεί και φέρνει όλα κακά που έρχονται σε «χρόνους δίσεκτους και μήνες οργισμένους», όπως μας λέει το δημοτικό μας τραγούδι.

Όμως παρά ταύτα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι (όπως συνηθίζουμε να λέμε) τον έλεγαν Ανθεστηριώνα.

Ο Κουτσοφλέβαρος είναι διαχρονικά ο κατ΄ εξοχήν ερωτιάρης μήνας. Την 14η μέρα του οι Ρωμαίοι τιμούσαν το θεό Φαύνο, τον ομογάλακτο αδερφό του δικού μας Πάνα. Η Καθολική Εκκλησία για να τον εκχριστιανίσει, την ίδια μέρα του κοτσάρισε τον Άγιο Βαλεντίνο, τον οποίον έχρισε άγιο του Έρωτα και που γιορτάζεται απ΄ όλους και παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων των ανέραστων και των ανοργασμικών, πλην από μένα που τιμώ τον τσοπανόθεό μου τον Μέγα Πάνα.

Ο Φλεβάρης διάγει τον κουτσουρεμένο του βίο κεκραιπαληκώς και ασώτως. Επί Ρωμαϊκής εποχής οργίαζε στις τελετές εξαγνισμού februa, απ΄ όπου πήρε και τ΄ όνομά του. Στη συνέχεια οι Χριστιανοί του έδωσαν όλο το πακέτο των γιορτών της θεοτικής ασωτίας (τσικνοπέμπτη, Κυριακή των απόκρεω και Καθαρή Δευτέρα) πλην ελαχίστων, που του τις κλέβει ο Μάρτης. Με αυτά έχει δίκιο ο λαός που λέει: «O Φλεβάρης ο κουτσός πρώτος μπαίνει στο χορό». Αυτές τις μέρες ξεσαλώνει γι΄ αυτό και πάλι ο σοφός λαός συμβουλεύει: «Mη φας από στραβό κλωτσιά κι από κουτσό γ@μήσι».

Ο Φλεβάρης είναι και κακός με τις κακοκαιρίες που μας επιφυλάσσει. Πολλές φορές ρίχνει χιόνι, πάνω από «έναν κώλο» και κακοσάλια κι ανεμοθύελλες έχει. Είναι οι μέρες που παλιά δεινοπαθούσαν στο τσαρδί τους οι δεντρίτες τσοπάνηδες και σήμερα οι άστεγοι και τ΄ αδέσποτα. Εμείς που ήμασταν σαν τα προνοητικά γουρουνάκια και είχαμε πέτρινο σπίτι, δεινοπαθούσαμε λιγότερο.

Παρά ταύτα ο Φλεβάρης είναι ο μήνας που γεννάει και μια αισιοδοξία για καλύτερες μέρες. «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει». Ολόκληρο ρήμα «φλεβίζω» έφτιαξε ο λαός για χάρη του.

Με τον άσχημο καιρό οι εξωτερικές εργασίες περιορίζονταν στις απολύτως αναγκαίες, όπως το τάισμα των ζώων. Όμως το εργοτάξιο του προκομμένου παλιού ευρυτανικού νοικοκυριού δούλευε και παρήγαγε ακατάπαυστα. Αυτήν την εποχή ανθούσαν τα εστεγασμένα επαγγέλματα. Πόσες καρδιές ερωτύλων δεν φτεράκιζαν ακούγοντας το «τάκου–τάκου» από τον αργαλειό της όμορφης υφάντρας, πόσα ειδύλλια δεν πιάστηκαν με τα μάτια της χαμηλοβλεπούσας σεμνής κεντήστρας, πόσες ζαβολιές δεν έκαναν οι μουρντάρηδες καποράφτες, διεκδικώντας από τη νοικοκυρά καλύτερο πακέτο περιποίησης.

Όταν ο καιρός έξω λυσσομανούσε, μέσα στο τζάκι λαμπάδιαζαν τα κούτσουρα και παραμέσα στο αισθησιακό και ερωτικό σύμπαν των ανθρώπων αναζωπυρώνονταν οι ζωογόνες φλόγες του έρωτα και της ζωής. Κάτι ήξεραν όλοι αυτοί που μέσα στους αιώνες επιφόρτισαν το Φλεβάρη με ασφαλιστικές βαλβίδες ανακούφισης από την καθημερινή τυράγνια.