Τα χέρια μιας ξωμάχας γυναίκας, (για την 8η Μαρτίου)

562
boubouris sinaksari1

Πολύ μελάνι ρέει κάθε χρόνο γι’ αυτή τη μέρα αφιερωμένη στην γιορτή της γυναίκας. Στην πραγματικότητα δεν είναι γιορτή, αλλά ένας αγώνας της καθημερινός μέσα στην κοινωνία και στη ζωή από πολλά μετερίζια. Καθιερώθηκε για την γυναίκα ως μέρα απελευθέρωσής της, που σήμανε επανάσταση για την κοινωνία και την ίδια που μέχρι τότε ήταν υποβαθμισμένη σε σχέση με σήμερα.

Προσωπικά δεν προτείνω από τούτη την στήλη να προσφέρονται σήμερα στις γυναίκες τριαντάφυλλα, γαρδένιες και κοσμήματα, ως μέρα υπενθύμισης των αγώνων της. Όχι πως δεν τα αξίζουν, αλλά είναι κάτι συνηθισμένο πλέον. Θα επαναλάβω αυτούσια όμως τα λόγια του σύγχρονου φίλου ποιητή, λογοτέχνη, Μιχάλη Γκανά, για τα χέρια μιας …ξωμάχας γυναίκας:

«…Κοιτάζει τα χέρια της. Πως έγιναν έτσι; Που βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της , μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της-όποτε τύχαινε, μια στις τόσες- κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της, ‘’που τα ‘μαθες αυτά μωρή γυναίκα;’’

Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει για πρώτη φορά, Ξένα της φαίνονται, καθώς χάνονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή. Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω απ’ την ποδιά της να μην τα βλέπει; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους…

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά, κάθονται και σε κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν; Να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί.

Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, ‘’κοίτα’’, λέει, ‘’που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα’’ και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει  τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν δάκρυα». (‘’Γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες’’, Μιχάλης Γκανάς).

Τίποτε άλλο..!