Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com

Γιῶργος Σεφέρης: «Θερινὸ Ἡλιοστάσι»

Α’/ Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ/ κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι/ ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη./ Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας/ κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς./ Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια/

καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν/ πάνω σὲ σκόρπια κορμιά./ Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ/ καὶ τούτη ἡ γυναῖκα/ ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ/ λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε./ Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες/ καὶ γίνουνται ἄστρα./ Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.

Β´/ Ὅλοι βλέπουν ὁράματα/ κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·/ πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι./ Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο/ ἤτανε πάντα ἐδῶ/ στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο/ δικό σου καὶ ἄγνωστο./ Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν/ στ᾿ ἀπώτατα φύλλα/ ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ/ νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ -/ τὸ φοβερὸ παφλασμό./ Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε/ τούτη ἡ ἀνάσα.[…]
Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι:  «Ιούνιος»
“Όταν/ η νύχτα αυτή/ μου πεθάνει/ και σαν τρίτος/ να την κοιτάζω θα μπορώ/ κι όταν αποκοιμηθώ/ στο θρόισμα/ των κυμάτων/ που έρχονται/ να τυλιχτούν/ στο φράχτη από ακακίες/ του σπιτιού μου/ Όταν ξανά ξυπνήσω/ μες στο κορμί σου/ που πάλλεται/ σαν τη φωνή του αηδονιού/ Εξαντλείται/ όπως το στιλπνό/
χρώμα/ του ώριμου σταριού/ Στη διαφάνεια/ του νερού/ το μεταξένιο χρυσάφι/ της επιδερμίδας σου/ θα θαμπώσει/ Καθώς θα ξεπετιέσαι/ απ’ τις ηχηρές/ πλάκες/ του αγέρα θα ‘σαι/ ίδια/ πάνθηρας/ Στις κινούμενες/ κόψεις/ της σκιάς/ θα φυλλορροήσεις/ Μουγκρίζοντας/ σιωπηλή/ στον κουρνιαχτό εκείνο/ θα με πνίξεις/ Ύστερα/ τα βλέφαρα θα μισοκλείσεις/  Θα δούμε τον έρωτά μας να γέρνει/ σαν δειλινό/ Ύστερα θα δω γαληνεμένος/ στον ασφάλτινο ορίζοντα/ των ιρίδων σου/ να μου πεθαίνουν/ οι κόρες των ματιών/ Τώρα/ η αιθρία έχει κλείσει/ όπως/ την ώρα ετούτη/ στην αφρικάνικη πατρίδα μου/ τα γιασεμιά/ Τον ύπνο μου έχασα/ Τρεμοσβήνω/ στην άκρη ενός δρόμου/ σαν πυγολαμπίδα/ Θα μου πεθάνει/ η νύχτα αυτή;”

Τάκης Σινόπουλος:  «Η τελευταία κραυγή»

“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας/ σε τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…/ Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα/ που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…/ Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε/ το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά./ Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…/ της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε/ μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα/ πρωτόγονη ακυβέρνητη…/ κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες./ Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες/ εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες… […]

Κλείτος Κύρου: «Τοπίο καλοκαιριού»

Στα χέρια σου φυτρώνουν νηπενθή/ Και μπλέκονται δυο ήλοι στα μαλλιά σου./ Στα χείλη σου γυρνά τα σιωπηλά σου/ Η λέξη που προσμένουμε να ‘ρθεί./ Μασχάλη τεντωμένη, γιασεμιά/ Στο μέτωπο, ήλιος απ’ άκρη σ’ άκρη./ Τα φύκια, που τα μούσκεψε το δάκρυ/Της θάλασσας, τραβούν φυρονεριά./ Τις φτέρνες σου φλογίζει η αμμουδιά,/ Το πέλαγο σου σκίζει τις λαγόνες./ Ανάσκελα κι οι ολόγυμνες γοργόνες/Κράζουν με βόγκο τ’ άγουρα παιδιά./[…] Χαράζω τ’ όνομά σου στην ελιά/ Και ψάχνω των ανέμων τα λημέρια./ Πεθαίνουν τα ξανθά τα καλοκαίρια/ Και φεύγουν για το νότο τα πουλιά.